Ένα μεγάλο μέρος της δουλειάς του ευρωβουλευτή συνεπάγεται την απουσία του από το σπίτι του και από τη χώρα καταγωγής του. Ως εκ τούτου, παρέχονται διάφορες αποζημιώσεις για την κάλυψη των συναφών δαπανών (όλα τα στοιχεία από το 2019).
Όπως αναφέρει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δυνάμει του ενιαίου καθεστώτος των βουλευτών σε ισχύ από τον Ιούλιο του 2009, όλοι οι βουλευτές του ΕΚ λαμβάνουν τον ίδιο μισθό.
Πόσο αμείβονται οι ευρωβουλευτές;
Ο μηνιαίος μισθός των βουλευτών του ΕΚ ανέρχεται, πριν από την αφαίρεση του φόρου, σύμφωνα με το ενιαίο καθεστώς, σε 8.757,70 EUR (Ιούλιος 2018). Ο μισθός αυτός προέρχεται από τον προϋπολογισμό του Κοινοβουλίου. Όλοι οι ευρωβουλευτές πληρώνουν φόρο της ΕΕ και ασφαλιστικές εισφορές. Μετά την παρακράτηση αυτών, ο μισθός ανέρχεται σε 6.824,85 EUR. Επιπλέον, τα περισσότερα κράτη μέλη υποχρεώνουν τους ευρωβουλευτές τους να πληρώνουν πρόσθετο εθνικό φόρο στη χώρα τους. Ως εκ τούτου, ο τελικός μισθός (μετά τους φόρους) για κάθε βουλευτή εξαρτάται από τους φορολογικούς κανόνες που ισχύουν στη χώρα του. Ο βασικός μισθός των βουλευτών του ΕΚ ορίζεται ως το 38,5% του βασικού μισθού ενός δικαστή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, συνεπώς οι βουλευτές του ΕΚ δεν έχουν αρμοδιότητα να αποφασίζουν σχετικά με τον μισθό που λαμβάνουν.
Είναι λίγες οι εξαιρέσεις από το ενιαίο καθεστώς: Στους βουλευτές που συμμετείχαν στο Κοινοβούλιο πριν από τις εκλογές του 2009 δόθηκε η δυνατότητα να διατηρήσουν το προηγούμενο εθνικό σύστημα μισθών (βάσει του οποίου οι αποδοχές τους ήταν ίσες με εκείνες των βουλευτών του εθνικού κοινοβουλίου), μεταβατικών αποζημιώσεων και συντάξεων, για το σύνολο της θητείας τους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Οι βουλευτές δικαιούνται σύνταξη; Πόση είναι αυτή;
Οι βουλευτές έχουν το δικαίωμα σύνταξης γήρατος από την ηλικία των 63 ετών. Η σύνταξη θα ανέρχεται στο 3,5% επί του μισθού για κάθε πλήρες έτος άσκησης της θητείας και δεν θα υπερβαίνει το 70% συνολικά. Το κόστος αυτών των συντάξεων καλύπτεται από τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το επικουρικό συνταξιοδοτικό καθεστώς που θεσπίστηκε για τους βουλευτές το 1989 έπαψε να δέχεται νέα μέλη του από τον Ιούλιο του 2009 και εγκαταλείπεται σταδιακά.
Έξοδα μετακίνησης
Οι περισσότερες συνεδριάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, όπως οι σύνοδοι της ολομέλειας, οι συνεδριάσεις επιτροπών και οι συνεδριάσεις πολιτικών ομάδων, διεξάγονται στις Βρυξέλλες ή στο Στρασβούργο. Στους βουλευτές επιστρέφεται το πραγματικό αντίτιμο του εισιτηρίου για τη μετάβαση στον τόπο της αντίστοιχης συνεδρίασης με την προσκόμιση των σχετικών παραστατικών, με ανώτατο όριο καλυπτόμενων δαπανών ποσό που αντιστοιχεί σε αεροπορικό εισιτήριο διακεκριμένης θέσης (ή παρόμοιο), σιδηροδρομικό ναύλο πρώτης θέσης ή 0.53 EUR ανά χιλιόμετρο της διαδρομής με αυτοκίνητο (με ανώτατο όριο τα 1000 km), συν κατ’ αποκοπή αποζημίωση βάσει της απόστασης και της διάρκειας του ταξιδιού που καλύπτει τις υπόλοιπες δαπάνες του ταξιδιού (όπως διόδια αυτοκινητοδρόμου, επιβάρυνση για υπέρβαρες αποσκευές ή τέλη κρατήσεων).
Οι βουλευτές οφείλουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους να ταξιδεύουν συχνά εκτός ή εντός του κράτους μέλους εκλογής τους, για σκοπούς άλλους από τις επίσημες συνεδριάσεις (για παράδειγμα, για να παραστούν σε διάσκεψη ή για να πραγματοποιήσουν επίσκεψη εργασίας). Εν προκειμένω, για δραστηριότητες εκτός του κράτους μέλους εκλογής τους οι βουλευτές μπορούν να τύχουν επιστροφής των εξόδων ταξιδίου και στέγασης καθώς και συναφών εξόδων έως το ποσό των 4.454 EUR ετησίως. Για τις δραστηριότητες στο κράτος μέλος εκλογής τους, επιστρέφονται μόνο τα μεταφορικά έξοδα με ανώτατο ετήσιο ποσό που καθορίζεται ανά χώρα.
Ημερήσια αποζημίωση (αποκαλείται και “αποζημίωση διαμονής”)
Το Κοινοβούλιο καταβάλλει κατ’ αποκοπή αποζημίωση ύψους 320 EUR για την κάλυψη των εξόδων που αφορούν τη στέγαση, τη σίτιση και άλλες συναφείς δαπάνες για κάθε ημέρα που οι βουλευτές είναι παρόντες στις Βρυξέλλες ή το Στρασβούργο κατά τις επίσημες ημέρες λειτουργίας και συνεδριάσεων, εφόσον υπογράψουν στην κατάσταση παρόντων. Η αποζημίωση καλύπτει τα έξοδα για ξενοδοχείο, γεύματα και άλλες δαπάνες που συνεπάγεται αυτή η παρουσία. Τις ημέρες που διεξάγονται ψηφοφορίες στην Ολομέλεια, εάν οι βουλευτές χάσουν περισσότερες από τις μισές ονομαστικές ψηφοφορίες, η ανωτέρω αποζημίωση μειώνεται στο ήμισυ, ακόμη και αν είναι παρόντες.
Για συνεδριάσεις εκτός της ΕΕ, η αποζημίωση ανέρχεται σε 160 EUR (και πάλι εφόσον υπογράψει ο βουλευτής στην κατάσταση παρόντων), ενώ τα έξοδα για λογαριασμούς ξενοδοχείων επιστρέφονται χωριστά.
Αποζημίωση γενικών εξόδων
Αυτή η κατ’ αποκοπήν αποζημίωση αποσκοπεί στην κάλυψη του κόστους των κοινοβουλευτικών δραστηριοτήτων των ευρωβουλευτών, όπως είναι τα μισθώματα γραφείων και το κόστος διαχείρισης, οι λογαριασμοί και οι συνδρομές τηλεφώνου, οι δραστηριότητες εκπροσώπησης, οι υπολογιστές και τα τηλέφωνα, η διοργάνωση συνεδρίων και εκθέσεων. Η αποζημίωση μειώνεται κατά το ήμισυ για τους βουλευτές που απουσιάζουν αδικαιολόγητα τις μισές τουλάχιστον ημέρες των συνόδων της Ολομέλειας σε ένα κοινοβουλευτικό έτος (από Σεπτέμβριο έως Αύγουστο).
Το 2019, η αποζημίωση είναι 4.513 EUR ανά μήνα.
Ιατρικά έξοδα
Οι βουλευτές δικαιούνται επιστροφή των δύο τρίτων των ιατρικών τους εξόδων. Εκτός από την αναλογία της επιστροφής, οι αναλυτικοί κανόνες και οι διαδικασίες αυτού του συστήματος είναι οι ίδιοι με αυτούς που καλύπτουν τους μόνιμους υπαλλήλους της ΕΕ.
Αποζημίωση λήξης θητείας
Στο τέλος της περιόδου της θητείας τους, οι βουλευτές δικαιούνται μεταβατική αποζημίωση ίση με τον μισθό τους, για έναν μήνα κάθε έτους της θητείας τους. Η μέγιστη διάρκεια καταβολής αυτής της αποζημίωσης είναι δύο έτη. Σε περίπτωση που πρώην βουλευτής του ΕΚ λάβει εντολή σε άλλο κοινοβούλιο ή αναλάβει δημόσιο αξίωμα, ο μισθός που λαμβάνεται από αυτή τη νέα λειτουργία συμψηφίζεται με τη μεταβατική αποζημίωση. Αν ο βουλευτής δικαιούται ταυτόχρονα και σύνταξη λόγω γήρατος και σύνταξη αναπηρίας, δεν μπορεί να εισπράττει αμφότερες αλλά οφείλει να επιλέξει μεταξύ των δύο.
Άλλα δικαιώματα
Το Κοινοβούλιο παρέχει στους βουλευτές εξοπλισμένα γραφεία τόσο στις Βρυξέλλες όσο και στο Στρασβούργο. Οι βουλευτές μπορούν να χρησιμοποιούν τα επίσημα οχήματα του Κοινοβουλίου κατά την άσκηση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων όταν βρίσκονται σε μία εκ των δύο πόλεων.