Τα πρόσωπα που διορίζονται από τον Πρόεδρο στις θέσεις του Γενικού Εισαγγελέα και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέως πρέπει να είναι υψηλού ηθικού επιπέδου και παραμένουν στις θέσεις τους μέχρι το 68ο έτος της ηλικίας τους, σημείωσε ο Γενικός Εισαγγελέας Κώστας Κληρίδης, αναφέροντας ότι «πολλοί ίσως να αδημονούν να έρθει αυτή η ηλικία» για τον ίδιο.
Μιλώντας χθες βράδυ σε διάλεξη που πραγματοποιήθηκε στο Πανεπιστήμιο Κύπρου με θέμα «Ο ρόλος του Γενικού Εισαγγελέα στην Κυπριακή Δημοκρατία. Θεωρία και πράξη», ο κ. Κληρίδης σημείωσε ότι οι δύο αυτοί ανεξάρτητοι αξιωματούχοι «θα πρέπει να ασκούν τις εξουσίες τους μακράν από οποιεσδήποτε αυθαιρεσίες, εύνοιες και χάρες και με επαρκή διαφάνεια και αιτιολόγηση, εκεί όπου τούτο απαιτείται, χωρίς σκοπιμότητες άλλες παρά την υπέρτατη, αυτή δηλαδή της εξυπηρέτησης του δημόσιου συμφέροντος».
Είπε επίσης ότι «το δημόσιο συμφέρον είναι ένας όρος πραγματικά πολύ ταλαιπωρημένος», προσθέτοντας ότι «κάποιοι τον έχουν χαρακτηρίσει ως το μνήμα του Αγίου Νεοφύτου».
Ο κ. Κληρίδης ανέφερε ότι ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέως διορίζονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και θα πρέπει να κατέχουν τα προσόντα του διορισμού στη θέση δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου. «Δηλαδή, να έχουν τουλάχιστο 12 έτη άσκησης της δικηγορίας ή υπηρεσία σε δικαστική θέση και να είναι υψηλού ηθικού επιπέδου», πρόσθεσε.
Σημείωσε ότι «ενώ οι δύο αυτοί αξιωματούχοι διορίζονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, παραμένουν στις θέσεις τους και μετά την εξάντληση ή τον τερματισμό της προεδρικής θητείας, και συγκεκριμένα μέχρι το 68ο έτος της ηλικίας τους».
Μιλώντας εκτός κειμένου και αστειευόμενος, ο κ. Κληρίδης είπε ότι «είμαι σίγουρος μόλις αρχίσουν οι ερωτήσεις, η πρώτη ερώτηση θα είναι ‘πόσο χρονών είσαστε;’» για να προσθέσει ότι «πολλοί ίσως να αδημονούν να έρθει αυτή η ηλικία».
Ο κ. Κληρίδης εξέφρασε την άποψη ότι « το ίδιο το γεγονός ότι ο Γενικός Εισαγγελέας διορίζεται στη θέση του από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αφαιρεί οτιδήποτε από τη δυνατότητα και την υποχρέωση του όπως ενεργεί ως ανεξάρτητος αξιωματούχος κατά την επιτέλεση των καθηκόντων και την άσκηση των εξουσιών του».
Ο Γενικός Εισαγγελέας, πρόσθεσε, «δύναται και οφείλει να ασκεί τις εξουσίες του, οι οποίες μάλιστα είναι δικαστικά ανέλεγκτες, κατά τρόπο απόλυτα ανεξάρτητο και μακράν από οποιεσδήποτε παρεμβάσεις από την πλευρά οποιουδήποτε προσώπου ή οποιασδήποτε εξουσίας».
Σημείωσε ότι «ένα από τα πιο σημαντικά καθήκοντα τα οποία εναποτίθενται στον Γενικό Εισαγγελέα, είναι η άσκηση κρίσης ως προς το τι είναι και προς τα πού κλίνει το «δημόσιο συμφέρον», προσθέτοντας ότι «το δημόσιο συμφέρον είναι ένας όρος πολύ ταλαιπωρημένος. Κάποιοι το έχουν χαρακτηρίσει ως το μνήμα του Αγίου Νεοφύτου».
Ο Γενικός Εισαγγελέας, συνέχισε, «ως αποκλειστικά αρμόδιος για όλες τις ποινικές διώξεις, έχει την ευθύνη να βεβαιωθεί ότι εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον όταν αποφασίζει κατά πόσο ενδείκνυται ή όχι η έναρξη μιας ποινικής δίωξης, ή η συνέχιση ή διακοπή της».
Ο κ. Κληρίδης ανέφερε ότι «εκείνο που δεν γίνεται συχνά κατανοητό είναι το γεγονός ότι ο Γενικός Εισαγγελέας, σύμφωνα με το Σύνταγμα, δεν είναι ο νομικός σύμβουλος της Βουλής των Αντιπροσώπων, ή του Προέδρου, ή των Μελών της Βουλής» επισημαίνοντας ότι «επείγει επομένως και είναι επιτακτική ανάγκη η δημιουργία μιας εσωτερικής νομικής υπηρεσίας στη Βουλή».
Ανέφερε ακόμη ότι «ενώ όμως ο Γενικός Εισαγγελέας είναι ανεξάρτητος αξιωματούχος του οποίου η παραμονή στη θέση του δεν συναρτάται με την παραμονή στην εξουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας που τον διορίζει και ενώ ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν μπορεί να τερματίσει τις υπηρεσίες του, εν τούτοις, η Νομική Υπηρεσία της οποία προΐσταται ο Γενικός Εισαγγελέας, αν και χαρακτηρίζεται από το Σύνταγμα ως ανεξάρτητη, στην ουσία δεν χαίρει των απαραίτητων εχεγγύων ανεξαρτησίας».
Εξέφρασε στη συνέχεια την ανάγκη δημιουργίας μιας πραγματικά ανεξάρτητης και αυτόνομης νομικής υπηρεσίας, κατά τρόπο ανάλογο με τον άλλο πυλώνα απονομής της δικαιοσύνης, της Δικαστικής Υπηρεσίας.
Ο κ. Κληρίδης είπε επίσης «επειδή όμως παρατηρείται, ιδιαίτερα πρόσφατα, μια κατάχρηση αυτού του δικαιώματος καταχώρησης ιδιωτικής ποινικής δίωξης, θα πρέπει εδώ να τονιστεί ότι το δικαίωμα τούτο, δεν είναι σίγουρα απόλυτο», προσθέτοντας ότι «αρκετά συχνά, ο Γενικός Εισαγγελέας παρεμβαίνει σε καταχωρηθείσες ιδιωτικές ποινικές υποθέσεις και τις αναστέλλει, δημιουργώντας δυσαρέσκεια στους ιδιώτες κατηγόρους».
Ακολούθως ανέφερε ότι «τόσο η καλόπιστη κριτική όσο και η έντονη διαφωνία είναι πάντοτε αποδεκτές και καλοδεχούμενες. Υπό ένα όμως βασικό όρο και μια απαραίτητη προϋπόθεση: Τόσο η κριτική όσο και η επίκριση και η διαφωνία θα πρέπει να είναι το αποτέλεσμα της γνώσης και της αξιολόγησης όλων των σχετικών παραγόντων και παραμέτρων», όπως επεσήμανε.
Ανέφερε ακόμη ότι «αν και το περί δικαίου αίσθημα είναι ένα στοιχείο το οποίο μπορεί να λαμβάνεται υπόψιν σε κατάλληλες περιπτώσεις, σε καμιά περίπτωση μια σοβαρή απόφαση δεν πρέπει να λαμβάνεται απλά και μόνο για να ικανοποιήσει το περί δικαίου αίσθημα του κοινού, παραγνωρίζοντας νόμο, γεγονότα και δημόσιο συμφέρον».
Ο κ. Κληρίδης τόνισε ότι η επιλογή των προσώπων που διορίζονται στις θέσεις του Γενικού Εισαγγελέα και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέως θα πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή «και θα πρέπει να ασκούν τις εξουσίες τους μακράν από οποιεσδήποτε αυθαιρεσίες, εύνοιες και χάρες και με επαρκή διαφάνεια και αιτιολόγηση, εκεί όπου τούτο απαιτείται, χωρίς σκοπιμότητες άλλες παρά την υπέρτατη, αυτή δηλαδή της εξυπηρέτησης του δημόσιου συμφέροντος».
«Διότι μπορεί ένας τέτοιος ανεξάρτητος αξιωματούχος να μην είναι υπόλογος προς την εκτελεστική εξουσία, μπορεί να μη είναι υπόλογος προς τη νομοθετική εξουσία και προς τη δικαστική εξουσία, είναι όμως υπόλογος προς την ίδια τη συνείδηση του αλλά και προς τον απλό πολίτη, τα συμφέροντα του οποίου τάσσεται να υπηρετεί», σημείωσε.
Απαντώντας σε κριτική για τη μη εξιχνίαση της βομβιστικής επίθεσης κατά του οχήματος της μητέρας του Δημάρχου Πάφου, ο κ. Κληρίδης είπε ότι δεν υποβλήθηκε οποιοδήποτε παράπονο σε σχέση με το θέμα αυτό «και δόθηκε η σημασία που αρμόζει στην περίπτωση διότι πράγματι είναι ένα πάρα πολύ σοβαρό αδίκημα που φαίνεται να είχε στόχο τον ίδιο το Δήμαρχο».
«Η διερεύνηση της υπόθεσης γίνεται με κάθε επιμέλεια όπως γίνεται σε κάθε άλλη περίπτωση», είπε.
Απαντώντας σε άλλη ερώτηση είπε ότι οι καταδίκες δύο πρώην ανεξάρτητων κρατικών αξιωματούχων, δηλαδή του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέως Ρίκκου Ερωτοκρίτου και του πρώην Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας Χριστόδουλου Χριστοδούλου για διαφθορά, «είναι από τη μια ανησυχητικό, αλλά από την άλλη δείχνει ότι ανεξάρτητα ποίος είναι που εμπλέκεται και ποία θέση κατέχει από τη στιγμή που έχει διαπράξει αδίκημα θα κατηγορηθεί και θα καταδικαστεί».
Απαντώντας σε άλλη ερώτηση είπε ότι η έχει ετοιμαστεί νομοσχέδιο για την για τη δημιουργία μιας πραγματικά ανεξάρτητης και αυτόνομης Νομικής Υπηρεσίας και μισθολογική εξομοίωση των νομικών λειτουργών με τους δικαστικούς λειτουργούς. Είπε ότι χθες στάληκε μια υπενθυμητική επιστολή προς τον Υπουργό Οικονομικών ζητώντας την αντίδραση του σε αυτό το ζήτημα.
Να σημειωθεί ότι τη διάλεξη του Γενικού Εισαγγελέα παρακολούθησε και ο Υπουργός Δικαιοσύνης Ιωνάς Νικολάου.
ΚΥΠΕ