Μια όμορφη φράση που διάβασα τις τελευταίες μέρες και με φόρτισε γλυκά και τρυφερά. Να ονειρευτούμε. Να κοιτάξουμε τον ουρανό, να θυμηθούμε κάποιες άλλες εποχές, πολύ πίσω, μα και τόσο κοντινές στη σκέψη και την καρδιά μας. Αυτή η φράση με γύρισε πίσω στο Λευκόνοικό μας!
47 χρόνια μακριά από τη γη μας. Κι όμως, κάποιες στιγμές, φευγαλέες ή όχι, είναι τόσο ζωντανές… σαν να μην πέρασε μια μέρα…Όπως τότε, που ανεβασμένοι οι άνθρωποι στα δώματά τους, κοιμόντουσαν τη νύχτα κάτω από τα αστέρια και ονειρευόντουσαν.
Εμείς είχαμε το ανώι μας. Ένα διαμπερές δωμάτιο μεγάλο, μακρόστενο, με παράθυρα βορρά-νότου και μπαλκόνια στη δύση και την ανατολή. Ανεβαίναμε στο ανώι μας από τον Μάιο μέχρι τον Οκτώβριο. Δροσούλα ερχόταν από τον Πενταδάκτυλό μας. Παράδεισος το ανώι μας και για τη μεσημβρινή σιέστα, που για μένα ήταν απόλαυση, γιατί διάβαζα τη λογοτεχνία μου.
Όμορφα, όμως, ήταν και τα βράδια μας. Μας άρεσε να κοιμόμαστε εμείς τα παιδιά στα μπαλκόνια. Με ένα κρεβάτι πάνω στα σανίδια, κι έκανες έναν ύπνο ζάχαρη…Εγώ ως κορίτσι έπαιρνα το εσωτερικό μπαλκόνι, της αυλής, και ο αδελφός μου, το εξωτερικό, του δρόμου. Από κει τηρούσαμε τον ουρανό και τα αστέρια! Ο καθάριος ουρανός της Μεσαορίας μας μάς σεριάνιζε στα απλωτά σεντόνια του με τα μιλιούνια αστέρια με τα παράξενα σχήματα…
Ο παράδεισός μας, όμως, ήταν τα δώματα. Η γειτόνισσά μας η Αθανασία από τη Μηλιά, απέναντι από το σπίτι μας, του Αντωνή του Ματσούκα, κάθε απόγευμα, μόλις έπεφτε ο ήλιος, ανέβαινε με τη σκαλίτσα πάνω στο δώμα και άπλωνε τα άσπρα σεντόνια της, δροσερά-δροσερά για να κοιμηθούν εκεί πάνω το βράδυ. Πόσο μας άρεσε να ανεβαίνουμε κι εμείς τα παιδιά και να ξαπλώνουμε πάνω στα δροσερά, μοσκομυρισμένα σεντόνια της. Δεν είχε παιδιά δικά της, κι έτσι πολύ μας αγαπούσε εμάς τα παιδάκια της γειτονιάς της.
Ακόμα θυμάμαι αυτή την αίσθηση της δροσιάς, αυτή τη μαγεία η οποία μας τύλιγε καθώς έπεφτε η νύχτα, κι εμείς απλωμένοι πάνω στα ασπροσέντονα είχαμε όλο τον ουρανό με τ’ άστρα πάνωθέ μας. Από κει πάνω σεριανίζαμε σε όλο τον ουρανό.
Κι ύστερα, μεγαλώσαμε. Και δεν ανεβαίναμε ούτε στα δώματα με τις γειτόνισσές μου ούτε ξάπλωνα στο μπαλκόνι. Κοιμόμουν κανονικά στο ανώιν. Το οποίο στη νότια πλευρά είχε έναν πίνακα του πατέρα μου, έναν πολεμιστή με το όπλο στον ώμο του, τον οποίο ζωγράφισε στο δημοτικό σχολείο υπό την καθοδήγηση του μεγάλου δασκάλου του Λευκονοίκου, του αείμνηστου Μάρκου Χαραλάμπους.
Αυτές τις θύμισες, λοιπόν, μου έφερε στο μυαλό η φράση που διάβασα τις τελευταίες μέρες.