Με την ευκαιρία της προεκλογικής περιόδου για τις Προεδρικές εκλογές του 2023, θα ήταν ίσως καλό να ενδιατρίψουμε σε πολιτικές θέσεις, συμπεριφορές και τακτικές προηγούμενων υποψηφίων, αλλά και εκλελεγμένων Προέδρων της Κύπρου, οι οποίοι με τη στάση τους αφενός επηρέασαν το αποτέλεσμα των εκλογών και αφετέρου (σε κάποιο βαθμό) έκριναν την πορεία του εθνικού θέματος.
Το εγχείρημα αυτό αποσκοπεί στο να δούμε μια πτυχή της δημόσιας ζωής μας, που ίσως δεν αναλύθηκε στον βαθμό που πρέπει και η οποία παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, τόσο για τη στάση των υποψηφίων Προέδρων όσο και των εκάστοτε εκλελεγμένων Προέδρων στο κυπριακό.
Αναφερόμαστε στη διαπίστωση ότι όλοι σχεδόν οι Πρόεδροι της Κυπριακής Δημοκρατίας, κατά την προεκλογική περίοδο (πριν εκλεγούν στο ανώτατο αξίωμα της χώρας), εμφανίζονταν ως διαλλακτικοί και διατεθειμένοι για άμεση λύση του κυπριακού με βάση τη δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία, ενώ στην πορεία της διακυβέρνησης τους μετατράπηκαν σε επιφυλακτικούς, μέχρι απορριπτικούς στα διάφορα σχέδια λύσης του κυπριακού.
Αυτή η πτυχή συνήθως απουσιάζει από τον δημόσιο διάλογο, γεγονός που αφαιρεί σημαντικά στοιχεία από τον συλλογικό προβληματισμό ως προς το πως οι διάφοροι πολιτικοί διαχειρίζονται προεκλογικά, αλλά και μετέπειτα ως Προέδροι, το εθνικό μας θέμα.
Αν δούμε τις περιπτώσεις όλων των Προέδρων της Δημοκρατίας, μετά τον Μακάριο, θα διαπιστώσουμε ότι όλοι σχεδόν διεκδίκησαν την Προεδρία, με σύνθημα την ετοιμότητά τους για άμεση λύση του κυπριακού, στη βάση της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας. Ωστόσο, στην πορεία, όλοι (ή οι περισσότεροι απ΄αυτούς) είτε απέρριψαν σχέδια λύσης, είτε άλλαξαν στάση στο κυπριακό.
Ξεκινώντας με τον Σπύρο Κυπριανού, ο οποίος εξελέγη Πρόεδρος μέσα στις ανώμαλες πολιτικές συνθήκες της περιόδου 1977-78, παρατηρούμε ότι ενώ ήταν υπέρμαχος ενός «έντιμου συμβιβασμού» και άμεσης λύσης του κυπριακού, απέρριψε το Αμερικανο-Βρετανικό-Καναδικό σχέδιο λύσης του κυπριακού το 1978. Στη συνέχεια το 1984 με αφορμή το κυπριακό, ο Κυπριανού προχώρησε και διέκοψε το «μίνιμουμ» πρόγραμμα που είχε με το ΑΚΕΛ. Οι παλαιότεροι θα θυμούνται τη μεγάλη σύγκρουση του Σπύρου Κυπριανού με το ΑΚΕΛ και τον ΔΗΣΥ στη Βουλή, όταν τα δύο μεγάλα κόμματα έθεσαν πρόταση μομφής εναντίον του, με αφορμή τη στάση του στο κυπριακό. Στη συνέχεια ο Σπύρος Κυπριανού ως αρχηγός του ΔΗΚΟ πολιτεύτηκε με τη μεριά της λεγόμενης απορριπτικής σχολής σκέψης στο κυπριακό και έκανε σημαία του τον μακροχρόνιο αγώνα, που επινόησε ο Μακάριος.
Ο Γιώργος Βασιλείου, που εξελέγη στην Προεδρία της Δημοκρατίας μετά τον Κυπριανού και με τη στήριξη του ΑΚΕΛ, προεκλογικά είχε ως σύνθημα του το περιβόητο «λύση χθες». Ωστόσο, παρά τις πραγματικές προθέσεις του και τις πολλές πρωτοβουλίες που ανέλαβε για λύση, δεν κατάφερε να οδηγήσει τα πράγματα σε αίσιο τέλος.
Ο Γλαύκος Κληρίδης που διαδέχθηκε τον Βασιλείου στην εξουσία, ήταν γνωστός υπέρμαχος της λύσης ομοσπονδίας, αφού αυτός ήταν ο «πατέρας» του εν λόγω μοντέλου επίλυσης του κυπριακού. Παρά το ότι ανέβηκε στον προεδρικό θώκο με τις ψήφους του ΔΗΚΟ (στο β’ γύρο των εκλογών) και εναντιώθηκε στους δείκτες Κουεγιάρ, ήταν σε όλους γνωστό ότι θα επικεντρωνόταν στην επίλυση του κυπριακού με βάση τη λογική του εφικτού. Κι’ όμως, μόλις ανέλαβε την προεδρία της Δημοκρατίας επιχείρησε να φέρει τους ρωσικούς πυραύλους S-300 στην Κύπρο και ταυτόχρονα ακολούθησε μια άλλη εξωτερική πολιτική που (ευτυχώς) έφερε και την ένταξη της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο Τάσσος Παπαδόπουλος, ίσως είναι η μοναδική εξαίρεση υποψηφίου Προέδρου από τον κανόνα της επιδίωξης “άμεσης λύσης”. Παρά το ότι έβαλε πολύ νερό στο κρασί του και συνεργάστηκε με το ΑΚΕΛ, για να εκλεγεί στην Προεδρία της Δημοκρατίας, ήταν γνωστές σε όλους οι θέσεις του στο κυπριακό. Την ώρα της κρίσης, φυσικά, με το σχέδιο Ανάν, ο Παπαδόπουλος τήρησε τη στάση που ήταν αναμενόμενη, δηλαδή την απόρριψη της προτεινόμενης λύσης.
Ο Δημήτρης Χριστόφιας, που διαδέχθηκε τον Τάσσο Παπαδόπουλο, δεν έπαψε ποτέ να υποστηρίζει την άμεση λύση του κυπριακού. Και παρόλο που στην περίοδο της διακυβέρνησής του είχε απέναντι του τον ομοϊδεάτη και σύντροφό του Μεχμέτ Αλί Ταλάτ δεν κατάφερε να σπάσει το αδιέξοδο και να φέρει τη λύση του κυπριακού. Εδώ αξίζει να σημειωθεί και η απόρριψη του σχεδίου Ανάν από το ΑΚΕΛ το 2004, όταν ο Δημήτρης Χριστόφιας ήταν ΓΓ του ΑΚΕΛ.
Ο Νίκος Αναστασιάδης, που ως πρόεδρος του ΔΗΣΥ, ψήφισε «ναι» στο σχέδιο Ανάν και δεν αμφέβαλλε κανένας για τις προθέσεις του στο κυπριακό, σήμερα εμφανίζεται επιφυλακτικός. Μάλιστα, κατηγορείται από την αντιπολίτευση ότι απέρριψε μια σημαντική προοπτική λύσης στο Κραν Μοντανά και πέταξε μια ευκαιρία στον κάλαθο των αχρήστων, κάτι φυσικά που ο ίδιος απορρίπτει έντονα.
Είναι φανερόν από τα πιο πάνω ότι κάτι υπάρχει που αναγκάζει τους Προέδρους της Κύπρου να αλλάζουν τη στάση τους στο εθνικό θέμα, όταν αναλάβουν τα ηνία του κράτους. Ενώ, ως υποψήφιοι δηλώνουν ότι είναι υπέρμαχοι της λύσης (προφανώς της ομοσπονδίας), μόλις καθίσουν στον προεδρικό θώκο, είτε γίνονται επιφυλακτικοί, είτε αλλάζουν γραμμή πλεύσης. Φαίνεται ότι δεν είναι μόνο η πολιτική ευθυνοφοβία, η υστεροφημία ή οι πολιτικές σκοπιμότητες που τους εμποδίζουν να προχωρήσουν σε κάποιας μορφής συμβιβασμό, όπως πολλοί διατείνονται. Είναι πιο βαθιά τα αίτια. Και αυτά έχουν να κάνουν με το περιεχόμενο της λύσης που μας προσφέρεται κάθε φορά. Δυστυχώς, μέχρι σήμερα, φαίνεται ότι οι Πρόεδροι μας δεν έχουν πειστεί πως μας προσφέρθηκε κάποια λύση που να τους επιτρέπει να τη στηρίξουν ένθερμα. Ακόμα και το σχέδιο Ανάν που ήταν ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο λύσης, περιείχε κενά, αμφισβητούμενες πτυχές και αδιευκρίνιστες πρόνοιες, και γι΄ αυτό η πλειοψηφία των πολιτών το απέρριψε.
Κάποιες λογικές ερμηνείες γι’ αυτή την εξέλιξη είναι οι εξής:
- Οι ηγέτες μας ελπίζουν σε πολύ περισσότερα απ’ αυτά που συζητούν στα πλαίσια του ΟΗΕ με την τουρκική πλευρά
- Οι ηγέτες μας φοβούνται τις αντιδράσεις του λαού σε μια λύση, που ίσως αποδειχθεί κακή.
- Υπάρχει σύγχυση μεταξύ μας ως προς το τι επιζητούμε με τη λύση του κυπριακού, αφού δεν έχουμε καθορισμένη εθνική πολιτική, ανεξαρτήτως ποιος θα είναι ο Πρόεδρος.
- Δεν είναι ξεκάθαρο στα μάτια των πολιτών τι διασφαλίζεται με τη ΔΔΟ.
Όλα αυτά, σε συνδυασμό, με την πάγια τουρκική αδιαλλαξία, οδηγούν στη μη λύση του κυπριακού για 48 τώρα χρόνια. Χωρίς να θέλουμε να δώσουμε συγχωροχάρτι στους Προέδρους μας μπορούμε να πούμε ότι δεν φαίνεται να έχουν αποκλειστική ευθύνη για το άλυτο κυπριακό πρόβλημα. Μπορεί ο καθένας από τους ηγέτες μας να έχει ευθύνες για χειρισμούς, για επιλογές, για στρατηγικές, όχι όμως για το ότι δεν επιτεύχθηκε συνολική λύση στο κυπριακό. Οι πρόεδροι μας, διαχρονικά, είχαν συνειδητοποιήσει ότι μετά την τουρκική εισβολή του 1974, είμαστε αναγκασμένοι να συνηγορήσουμε σ’ένα σκληρό και άδικο συμβιβασμό, προκειμένου να μπορέσει η χώρα να επανενωθεί και να προχωρήσει μπροστά.
Όμως, η Τουρκία με τις απαράδεκτες αξιώσεις της, απέτρεπε τους εκάστοτε προέδρους μας από του να αποδεχθούν μια έστω υποφερτή λύση. Με τις αδιάλλακτες και ετσιθελικές θέσεις της, η Τουρκία δεν συνέβαλλε στη διαμόρφωση μιας σωστής, λειτουργικής και βιώσιμης λύσης, αλλά αντίθετα πάντοτε επιχειρούσε μέσω της όποιας συμφωνίας, όχι να λύσει το κυπριακό, αλλά να θέσει ολόκληρη την Κύπρο υπό την ομηρεία της. Η διάσταση αυτή, σε συνδυασμό με τα ξένα συμφέροντα, τα οποία για δικούς τους λόγους πάντοτε στήριζαν τις τουρκικές θέσεις, φαίνεται να είναι η βασική αιτία που δεν επέτρεψε την επίτευξη λύσης στο κυπριακό.
Και είναι ίσως αυτές οι διαπιστώσεις που ανάγκαζαν τους Προέδρους της Κύπρου να αλλάζουν στάση και από υπέρμαχοι της λύσης (ως υποψήφιοι) να γίνονται επιφυλακτικοί (ως Πρόεδροι). Και αυτό καλά κάνουν να το κατανοήσουν όλοι όσοι εισήλθαν ή θα εισέλθουν στην προεκλογική αρένα για τις προεδρικές του 2023.
Η ανάλυση αυτή, που περιγράφει τα γεγονότα από το 1978 μέχρι σήμερα, έχει ιδιαίτερη σημασία, όχι μόνο για τους υποψήφιους Προέδρους, αλλά και για τους πολίτες που θα ψηφίσουν. Οι μεν υποψήφιοι για την Προεδρία δεν θα πρέπει να επιχειρήσουν να κοροϊδεύσουν τον λαό ότι έχουν τη μαγική ικανότητα να φέρουν άμεσα λειτουργική και βιώσιμη λύση στο κυπριακό, οι δε πολίτες οφείλουν να γνωρίζουν ότι η λύση του κυπριακού δεν εξαρτάται μόνο από τις προθέσεις και τις διαθέσεις των υποψηφίων.
Καθοριστικός παράγοντας λύσης είναι η Τουρκία και τα ξένα συμφέροντα. Αυτός που θα μπορέσει να σπάσει αυτό το δίπολο και να αλλάξει αυτό το σκηνικό, ίσως καταφέρει να πετύχει και τη λύση του κυπριακού…