Η εκλογή Ντόναλντ Τραμπ επιβεβαίωσε την τάση της κοινωνίας να ψηφίζει άτομα τα οποία θεωρούνται ασυμβίβαστα και αμφιλεγόμενα. Οι ψηφοφόροι δεν ενδιαφέρονται πλέον για τις αξίες και τις ικανότητες των υποψηφίων, αλλά θέτουν ως βασικό κριτήριο τη δημοφιλία στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Οι παραδοσιακοί ψηφοφόροι απομακρύνονται πλέον από τα κόμματα, γιατί νιώθουν ότι δεν τους εκφράζουν αλλά ούτε κατανοούν ή αφουγκράζονται τα αυξανόμενα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα. Οι πολίτες θέτουν πλέον ως βασικό γνώμονα την αμφισβήτηση, την αντίδραση, την τιμωρία και τη διαμαρτυρία. Ενδεικτική είναι η σχετική ατάκα «αυτοί που μας κυβερνούν δεν είναι καλύτεροι από εμάς».
Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο που τα κόμματα αναγκάζονται να ανέχονται ή να στεγάζουν πολιτικά πρόσωπα που θεωρούνται αδιάλλακτα, αφού στην τελική εξίσωση είναι οι ψήφοι προτίμησης προς όφελος του κόμματος που μετρούν. Ποιος θα τολμούσε για παράδειγμα να αμφισβητήσει τον Τραμπ, όταν υπερτερούσε της ανθυποψήφιάς του σε δημοτικότητα, παρασύροντας μαζί του τα κατώτερα στρώματα της κοινωνίας των πολιτών;
Ο Τραμπ άνοιξε τον χορό των ασυμβίβαστων πολιτικών το 2016, ενώ το 2024 ενίσχυσε το λαϊκίστικο προφίλ και τον εχθρικό, πύρινο λόγο του με τη βοήθεια των εκατομμυριούχων χορηγών του, αλλά και της τεχνολογίας. Το σίγουρο είναι ότι θα ακολουθήσουν και άλλοι μιμητές του Τραμπ και κάθε Τραμπ, γιατί αρκετός κόσμος αρέσκεται στους λαλίστατους πολιτικούς που ισχυρίζονται ότι κατέχουν το μαγικό ραβδί για κάθε πρόβλημα και αίτημα.
Η πολιτική σκηνή σήμερα δεν αποτελεί τον ιδανικό χώρο εμπλοκής ατόμων χαμηλών τόνων, με αξίες, γνώσεις και ηθική, αφού η ίδια η κοινωνία επιλέγει πλέον ακριβώς το αντίθετο. Ψηφίζουν άτομα με περιορισμένες γνώσεις του αντικείμενου τους, θέτοντας ως βασικότερο κριτήριο επιλογής τη δημοτικότητα, το χρήμα, τις κούφιες υποσχέσεις και αοριστολογίες για ευημερία και καλύτερες μέρες.
Η μετριότητα και η κακοκρατία υπερτερούν της μετριοπάθειας και των ανθρώπινων αξιών, με αποτέλεσμα οι χειρότεροι και πιο ανίκανοι να εκλέγονται σε θέσεις εξουσίας. Όπλο τους είναι η κοινωνία που αμφισβητεί τους πάντες, τους εκπαιδευτικούς, τους επιστήμονες και τους ειδικούς. Η κοινωνία δεν εμπιστεύεται πλέον τους πολιτικούς, αφού τους θεωρεί βολεμένους και διεφθαρμένους, σε μια προσπάθεια γενίκευσης και αγνόησης των λίγων αλλά λαμπρών εξαιρέσεων.
Όταν λοιπόν η ίδια η κοινωνία αμφισβητεί το πολιτικό σύστημα, τη δημοκρατία και τους θεσμούς, είναι φυσικό επακόλουθο να εκλέγονται άτομα που δεν διακρίνονται για τις ικανότητες ή τις ηθικές τους αξίες, αλλά για τα αρνητικά τους χαρακτηριστικά. Η ανικανότητα, η διαφθορά και η κακή διοίκηση υπερισχύον της διαφάνειας και της χρηστής διοίκησης.
Οι πολίτες που νοιώθουν αδικημένοι, προδομένοι και απομονωμένοι εύκολα εμπιστεύονται άτομα που αρέσκονται στις κούφιες υποσχέσεις και στα ψέματα, θέλοντας έτσι να τιμωρήσουν τους άλλους ή τους προηγούμενους. Οι συνέπειες αυτής της αντίδρασης πλήττουν σοβαρά την ευημερία και τη δικαιοσύνη στην κοινωνία. Αγνοούν επίσης ότι όσο χειρότεροι και πιο κακοί είναι οι πολιτικοί μνηστήρες τόσο πιο μεγάλη πέραση έχουν στο εκλογικό σώμα αυτοί που συνήθως λατρεύουν την προβολή, τη δημοσιότητα και ποθούν την εξουσία.
Όταν λοιπόν η κοινωνία αντιτίθεται στους θεσμούς, τους αιρετούς και τους τεχνοκράτες, τότε η αριστεία, η αξιοπρέπεια, η αξιοκρατία και η αξιολόγηση αποτελούν παρελθόν. Η σημερινή γενιά πολιτικών δεν φοβάται την αποτυχία, γιατί η κοινωνία τη δικαιολογεί, προβάλλοντας ως βασικούς λόγους το νεαρό της ηλικίας ή την πολιτική απειρία. Ο φανατισμός, η πόλωση και η αντιπαράθεση με όλους έχουν εκτοπίσει τον ήπιο και τεκμηριωμένο λόγο και την ρητορική.
Η απαξίωση και αμφισβήτηση των θεσμών, η συντήρηση του φόβου, της μισαλλοδοξίας και της ανασφάλειας αποτελούν κατάλοιπα μίας φοβισμένης κοινωνίας. Η διάδοση αρνητικών ειδήσεων, ο λαϊκισμός, η έλλειψη παιδείας και αξιοκρατίας, ο πόθος για εύκολο χρήμα και ο ρατσιστικός λόγος επηρεάζουν την κοινωνία, μεγάλο μέρος της οποίας επικροτεί και ανταμείβει τους εκφραστές τους στην κάλπη.