Πενήντα χρόνια μετά, η κυρία Κατερίνα θυμάται ακόμα τον φόβο που επικρατούσε στην ατμόσφαιρα, την αβεβαιότητα για το αύριο, τον ξεριζωμό και τον πόνο που προκάλεσε η τουρκική εισβολή του 1974 στην οικογένειά της και σε χιλιάδες οικογένειες στην Κύπρο.
Πενήντα χρόνια μετά, ακόμα ελπίζει ότι θα επιστρέψει στο σπίτι της στο Βαρώσι, με τη μεγάλη βεράντα που έβλεπε στην πίσω αυλή.
Παρά την πάροδο των ετών, η κυρία Κατερίνα δεν ξέχασε ποτέ τη ζωή που της έκλεψαν τόσο άδικα και βίαια. Κρατά κάθε ανάμνηση από το πολύβουο και κοσμοπολίτικο Βαρώσι καλά φυλαγμένη στην καρδιά της και με αυτές τις αναμνήσεις πορεύεται, ελπίζοντας στην επιστροφή. Αναγκάστηκε να φύγει από τον τόπο της το 1974, μετά την βάρβαρη τουρκική εισβολή, και από τότε δεν επέστρεψε ποτέ. Δεν είχε τη δύναμη να αντικρίσει το σπίτι της, τις γειτονιές που μεγάλωσε, το Βαρώσι, άχρωμο και σκοτεινό πια. Προτιμούσε να το κρατήσει στη μνήμη της ζωντανό και καμαρωτό, όπως υπήρξε πριν ο Αττίλας μοιράσει το νησί μας στα δύο.
Μισό αιώνα μετά τα τραγικά γεγονότα του 1974, με αφορμή τη δεύτερη τουρκική εισβολή στις 14 Αυγούστου 1974, η κυρία Κατερίνα ανοίγει την καρδιά της και μοιράζεται τη δική της ιστορία, το δικό της βίωμα. Μιλά για τα χρόνια της προσφυγιάς, τη φτώχεια και την εξαθλίωση. Τα θυμάται και βουρκώνει, αλλά έπειτα πεισμώνει και μας μεταφέρει το μήνυμα της ελπίδας για επιστροφή, μια ελπίδα που, μέσα της, δεν θα πεθάνει ποτέ.
Τα δύσκολα και συνάμα όμορφα χρόνια στο Βαρώσι
Πριν την τουρκική εισβολή, η ζωή στο Βαρώσι για την κυρία Κατερίνα και την οικογένειά της κυλούσε ομαλά και όμορφα. Ήταν βέβαια δύσκολα χρόνια λόγω φτώχειας, αλλά, όπως μας εξήγησε, οι άνθρωποι τότε δεν χρειάζονταν πολλά για να είναι ευτυχισμένοι. Ένα σπίτι, φαγητό στο τραπέζι και οικογενειακή θαλπωρή ήταν όσα χρειάζονταν για να νιώθουν γεμάτοι και πλούσιοι.
Το σπίτι της κυρίας Κατερίνας στο Βαρώσι ήταν μικρό, αλλά είχε μεγάλη αυλή στο πίσω μέρος και βεράντα. Έμεναν εκεί επτά παιδιά, συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας, και οι δύο γονείς της. Το σπίτι είχε μόλις δύο υπνοδωμάτια, και εκεί στριμώχνονταν όλοι για ύπνο τα βράδια.
Αυτό που νοσταλγεί περισσότερο είναι τα απογεύματα που περνούσαν όλοι μαζί στη μεγάλη βεράντα του σπιτιού, η οποία είχε θέα στην ολάνθιστη αυλή. Εκεί ήταν φυτεμένα διάφορα δέντρα, ενώ οι γονείς της κρατούσαν και τα κλουβιά για τα κουνέλια και τις κότες.
Δεν είχαν και πολύ χρόνο με τους γονείς τους, αφού δούλευαν σκληρά για τα προς το ζην. Ο πατέρας της κυρίας Κατερίνας δούλευε στο Δημαρχείο Αμμοχώστου και η μητέρα της σε αποθήκες εργοστασίου παρασκευής πατατών, ενώ μετά την εισβολή εργαζόταν σε ξενοδοχείο.
Η κυρία Κατερίνα τελείωσε το Δημοτικό και άρχισε αμέσως να δουλεύει για να βοηθήσει την οικογένειά της που πάλευε για τα απαραίτητα. Ήταν πολύ καλή μαθήτρια και ο δάσκαλος ήθελε να την στείλει στο γυμνάσιο, αλλά οι γονείς της δεν μπορούσαν να ανταπεξέλθουν οικονομικά. Παράπονα δεν είχε. «Ήταν δύσκολες εποχές», μας αναφέρει και προσθέτει ότι τα χειρότερα ήταν αυτά που ακολούθησαν μετά την τουρκική εισβολή.
Αφού τελείωσε το Δημοτικό, η θεία της της έμαθε να ράβει, μια συνήθεια που αγαπούσε από τότε που ήταν μικρό κορίτσι και έραβε ρούχα για τις κούκλες της. Έπιασε δουλειά σε εργοστάσιο καλτσόν, ενώ παράλληλα πρόσεχε και τα μικρότερα αδέλφια της. Για να πάει στο εργοστάσιο, περπατούσε μισή ώρα το πρωί και μισή ώρα το απόγευμα που σχόλαγε. Όταν επέστρεφε σπίτι, ξεκινούσε καθάρισμα και μαγείρεμα, καθώς η μητέρα της δούλευε μέχρι αργά το βράδυ.
Φόβος και αβεβαιότητα για το αύριο
Η απλή αλλά ευτυχισμένη ζωή στο Βαρώσι ανήκει πλέον στο παρελθόν από το μαύρο καλοκαίρι του ’74. Η κυρία Κατερίνα ήταν τότε 16 χρόνων, ένα νέο κορίτσι γεμάτο όνειρα και όρεξη για ζωή, που έπρεπε να στερηθεί την ελαφρότητα των εφηβικών της χρόνων για να μεγαλώσει και να επιβιώσει υπό τις συνθήκες που δημιούργησε η τουρκική εισβολή, των οποίων οι σκιές άρχισαν να φαίνονται από νωρίς.
Οι μέρες του φόβου είχαν αρχίσει από το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974, με σκοπό την ανατροπή του τότε Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρχιεπισκόπου Μακάριου Γ’, και την επίτευξη ένωσης με την Ελλάδα.
Την ημέρα εκείνη, η 16χρονη κυρία Κατερίνα βρισκόταν στη δουλειά της. Γύρω στις 09:30 το πρωί, την ώρα που συνήθως έκανε το διάλειμμά της, άκουσε τις ειδήσεις στο ραδιόφωνο. Το ραδιόφωνο βούιζε ότι πέθανε ο Μακάριος, κάτι που έσπειρε τρόμο και φόβο. Το αφεντικό της ζήτησε να αφήσουν τη δουλειά και να πάνε όλοι σπίτια τους.
Από εκείνη τη μέρα όλα άλλαξαν. Η κυρία Κατερίνα δεν πήγε ξανά στη δουλειά, ο κόσμος δεν χαμογελούσε πια, μόνο φοβόταν για το τι θα ακολουθήσει. Λίγες ημέρες αργότερα ξεκίνησε η τουρκική εισβολή, με το κυπριακό δράμα να ολοκληρώνεται στις 14 Αυγούστου 1974, ημέρα της δεύτερης εισβολής στην Κύπρο. Οι γονείς της κυρίας Κατερίνας δεν σταμάτησαν να δουλεύουν παρά τα γεγονότα που εξελίσσονταν, ο πατέρας της στο Δημαρχείο και η μητέρα της σε ξενοδοχείο που είχε μετατραπεί σε νοσοκομείο.
Τις μέρες εκείνες μας τις περιγράφει με βουρκωμένα μάτια. Το κλίμα ήταν βαρύ και ο κόσμος άρχισε να φεύγει από το Βαρώσι, με τον πατέρα της να προσπαθεί απεγνωσμένα να απομακρύνει την οικογένεια από την περιοχή πριν οι Τούρκοι μπουν στην πόλη.
Για όσο έμεναν ακόμη στο Βαρώσι, έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικοί, γιατί ο Αττίλας παραμόνευε. Ένα πρωινό, θυμάται με πόνο στην καρδιά, που οι γονείς της δούλευαν, άκουσαν σφαίρες. Ένα στρατιωτικό όχημα με Κύπριους στρατιώτες σημάδεψε ένα αεροπλάνο του Αττίλα, το οποίο εντόπισε τη θέση τους και ξεκίνησε την αντεπίθεση. Η κυρία Κατερίνα και τα αδέλφια της έτρεξαν να κρυφτούν στο απέναντι περβόλι.
«Ακούγαμε τις σφαίρες να περνούν μέσα από τα φύλλα των δέντρων. Φοβηθήκαμε πολύ εκείνη τη μέρα», μας δήλωσε. Μας εξιστορεί επίσης άλλο ένα περιστατικό από τις τελευταίες ημέρες παραμονής της στο Βαρώσι, όταν βρισκόταν καθοδόν για το σπίτι της θείας της. Στη διαδρομή, όπως μας εξηγεί, έπεσαν στο έδαφος μερικές φωτογραφίες από ένα στρατιωτικό όχημα.
Μια φωτογραφία, σύμφωνα με την κυρία Κατερίνα, απεικόνιζε άνδρες της Πολιτικής Άμυνας της Τουρκίας που σχημάτιζαν με τα σώματά τους την Κύπρο, ενώ οι άλλες απεικόνιζαν Τούρκους στρατιώτες που έκαναν γυμνάσια. Μάζεψε τις φωτογραφίες και τις έδωσε στον πατέρα της, αλλά η τύχη τους αγνοείται μετά τον βίαιο ξεριζωμό από το σπίτι τους, αφού οι φωτογραφίες έμειναν πίσω μαζί με όλα τα υπάρχοντά τους.
Με μοτοσικλέτα η φυγή από το Βαρώσι
Η οικογένεια της κυρίας Κατερίνας καταφέρνει τελικά να βρει τρόπο διαφυγής από το Βαρώσι με προορισμό το Παραλίμνι, όπου είχαν συγγενείς που μπορούσαν να τους φιλοξενήσουν για κάποιες μέρες. Η φυγή δεν ήταν εύκολη, αφού πραγματοποιήθηκε με μια μικρή μοτοσικλέτα που άνηκε στον θείο της κυρίας Κατερίνας.
Η πρώτη κούρσα έγινε με τον θείο της, την ίδια και τη μικρή της αδερφή. Την ίδια μέρα, ο θείος της έκανε και δεύτερη κούρσα για να φέρει άλλους δύο από την οικογένεια, αλλά δεν πρόλαβε να κάνει άλλη διαδρομή γιατί νύχτωσε και μπήκε σε εφαρμογή το κέρφιου.
Έμειναν πίσω ο πατέρας της και τα δύο αδέλφια της. Όταν ξημέρωσε, ο θείος ξεκίνησε με αυτοκίνητο που είχαν οι συγγενείς στο Παραλίμνι για να μεταφέρει και τους υπόλοιπους.
Δεν πίστευαν ότι εκείνη η κούρσα θα ήταν και η τελευταία τους στο Βαρώσι. Ήλπιζαν ότι όλο αυτό θα τελείωνε και θα επέστρεφαν στο σπίτι τους, με τη μεγάλη βεράντα και την όμορφη αυλή.
Η οικογένεια της κυρίας Κατερίνας έμεινε για λίγες μέρες στο σπίτι της νονάς της, μέχρι που ακούστηκε ότι οι Τούρκοι θα έμπαιναν και στο Παραλίμνι. Υπό τον φόβο της βαρβαρότητας του Αττίλα, συγκεντρώθηκαν αρκετές οικογένειες σε ένα ξωκλήσι, αυτό των Αγίων Αναργύρων, όπου έμειναν αρκετό καιρό μέχρι να κοπάσει το κακό. Ένα κακό που δεν κόπασε ποτέ…
Εκείνες τις μέρες κοιμόντουσαν στο έδαφος. Μέσα στο ξωκλήσι οι γυναίκες, έξω οι άνδρες. Τα βράδια, μας περιγράφει, οι μεγάλοι μιλούσαν για τον πόλεμο, ενώ τα παιδιά δήθεν κοιμούνταν. Η κυρία Κατερίνα δεν κοιμόταν, κανένα παιδί δεν κοιμόταν εκείνες τις μέρες. Κι όμως, μας λέει ότι νιώθει τυχερή, γιατί δεν έζησε τα κακά που έζησαν κορίτσια και γυναίκες στην Κερύνεια.
Πενήντα χρόνια μετά, οι μνήμες αυτές δεν έχουν σβήσει από το μυαλό της κυρίας Κατερίνας. Δεν έσβησαν από το μυαλό κανενός. Η προσφυγιά, ο πόνος, ο ξεριζωμός, ο φόβος, οι μέρες της αβεβαιότητας. Αυτοί οι άνθρωποι αποτελούν τη ζωντανή ιστορία του τόπου μας, μεταφέρουν μνήμες και εμπειρίες, για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι. Η ελπίδα, μας λέει κλείνοντας, δεν θα πεθάνει ποτέ. Το είπε και βούρκωσε, και μαζί της βουρκώνει όλη η Κύπρος, που 50 χρόνια μετά παραμένει ακόμα μοιρασμένη.