Ο παγκόσμιος πληθυσμός ξεπέρασε σήμερα, Τρίτη 15 Νοεμβρίου, το ορόσημο των 8 δισεκατομμυρίων ανθρώπων.
Σύμφωνα με στοιχεία της ιστοσελίδα “Worldometer” που καταγράφει ζωντανά στατιστικά στοιχεία, ενημερωμένα με στοιχεία των Ηνωμένων Εθνών, το ορόσημο των 8 δισεκατομμυρίων σε πληθυσμό ξεπεράστηκε το πρωί της 15 Νοεμβρίου.
Με βάση τα στοιχεία ενώ σε ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία ο παγκόσμιος πληθυσμός έφτασε στο 1 δισεκατομμύριο μόλις το 1800, λόγω και της βιομηχανικής επανάστασης, το δεύτερο δισεκατομμύριο έγινε πραγματικότητα μόνο σε 130 χρόνια (1930), το τρίτο δισεκατομμύριο σε 30 χρόνια (1960) , το τέταρτο δισεκατομμύριο σε 15 χρόνια (1974) και το πέμπτο δισεκατομμύριο σε μόλις 13 χρόνια (1987). Μόνο κατά τον 20ο αιώνα, ο πληθυσμός στον κόσμο αυξήθηκε από 1,65 δισεκατομμύρια σε 6 δισεκατομμύρια. Το 1970, υπήρχαν περίπου οι μισοί άνθρωποι στον κόσμο από αυτούς που υπάρχουν τώρα. Σύμφωνα με τις προβλέψεις, λόγω της μείωσης των ρυθμών ανάπτυξης, θα χρειαστούν πλέον πάνω από 200 χρόνια για να διπλασιαστεί ξανά.
«Το ορόσημο είναι μια ευκαιρία για να γιορτάσουμε τη διαφορετικότητα και τις προόδους, λαμβάνοντας υπόψη την κοινή ευθύνη της ανθρωπότητας για τον πλανήτη», ανέφερε σε δήλωσή του ο ΓΓ του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες.
Όπως αναφέρει ο ΟΗΕ, αυτή η άνευ προηγουμένου ανάπτυξη οφείλεται στη σταδιακή αύξηση της διάρκειας ζωής λόγω βελτιώσεων στη δημόσια υγεία, τη διατροφή, την προσωπική υγιεινή και την ιατρική. Είναι επίσης το αποτέλεσμα των υψηλών και διαρκών επιπέδων γονιμότητας σε ορισμένες χώρες.
Όπως σημειώνεται, ενώ ο παγκόσμιος πληθυσμός χρειάστηκε 12 χρόνια για να αυξηθεί από τα 7 στα 8 δισεκατομμύρια, θα χρειαστούν περίπου 15 χρόνια —μέχρι το 2037— για να φτάσει τα 9 δισεκατομμύρια, σημάδι ότι ο συνολικός ρυθμός αύξησης του παγκόσμιου πληθυσμού επιβραδύνεται.
Οι χώρες με τα υψηλότερα επίπεδα γονιμότητας, αναφέρεται επίσης, τείνουν να είναι εκείνες με το χαμηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα. Ως εκ τούτου, η παγκόσμια αύξηση του πληθυσμού με την πάροδο του χρόνου συγκεντρώνεται όλο και περισσότερο στις φτωχότερες χώρες του κόσμου, οι περισσότερες από τις οποίες βρίσκονται στην υποσαχάρια Αφρική.
«Σε αυτές τις χώρες, η διαρκής ταχεία αύξηση του πληθυσμού μπορεί να εμποδίσει την επίτευξη των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης (SDGs), οι οποίοι παραμένουν ο καλύτερος δρόμος για ένα ευτυχισμένο και υγιές μέλλον», αναφέρεται.
Προστίθεται ότι παρόλο που η αύξηση του πληθυσμού μεγεθύνει τον περιβαλλοντικό αντίκτυπο της οικονομικής ανάπτυξης, η αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος είναι ο κύριος μοχλός των μη βιώσιμων προτύπων παραγωγής και κατανάλωσης. Οι χώρες με την υψηλότερη κατά κεφαλήν κατανάλωση υλικών πόρων και τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου τείνουν να είναι εκείνες όπου το κατά κεφαλήν εισόδημα είναι υψηλότερο και όχι εκείνες όπου ο πληθυσμός αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς.
Η επίτευξη των στόχων της Συμφωνίας του Παρισιού για τον περιορισμό της αύξησης της παγκόσμιας θερμοκρασίας, αναφέρεται, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον περιορισμό των μη βιώσιμων προτύπων παραγωγής και κατανάλωσης. Ωστόσο, η βραδύτερη αύξηση του πληθυσμού για πολλές δεκαετίες θα μπορούσε να βοηθήσει στον μετριασμό της περαιτέρω συσσώρευσης περιβαλλοντικής ζημίας στο δεύτερο μισό του τρέχοντος αιώνα.