Στο Λευκόνοικον
Λευκόνοικον τα πρώτα σου να σου τα πώ κλαμώντα
που ‘σες τη σπάστρα τζαι τιμή τζι άλλα πολλά προσόντα.
Εσού που τ’ άλλα τα χωρκά είσες μιαν άλλη χάρη,
ήσουν μια αμματόπετρα, της Μεσαρκάς καμάρι.
Εχασες τζείν τα κάλλη σου, γυρεύκεις τα μα πού ‘ν ‘τα
τζι οι ξένοι εθαυμάζαν σε στους τόπους σου πο ‘ρκούντα.
Όσα λαλώ ‘ννεν ψέματα τζι ό,τι τζι αν πω σ’ αξίζει,
γιατ’ όπου βρέσει φαίνεται, τζει που σονίζ’ ασπρίζει.
Έχω καμπόσα να σου πω τζι η ώρα μου έν λλίη
τζείνος πο ‘ρκετουν να σε δει εν έθελεν να φύει.
Που ‘θώρεν τζείν την θέα σου μες στες καλές χρονιές σου
που ‘σουν κκεφάτον τζι έλαμπαν οι νάκρες τζι οι γωνιές σου.
Όμως τωρά γερήμνιασες τζι είσαι μοναξιασμένον
τζι έγινες αναγνώριστον μες στο ζουρκόν χωσμένον,
μερόνυχτα περίλυπον, γιατ’ είσαι σκλαβωμένον
πο ‘ναν σκληρόν καταχτητήν αξάγκωνα δημμένον.
Τζι ούτε κανένας ημπορεί κοντά σου να κοντέψει,
μήτε με σαιρετίσματα πιλέ μου να σου πέψει.
Έχασεν τζείν’ το άστρον σου την πρωτινήν του λάμψη
μα πάρε λλίην ‘πομονήν τζαι πάλ’ εννά ξανάψει.
Τζι ούλοι κοντά σου να ‘ρτουμε τούτ’ η καρκιά ν’ αννοίξει
καθένας με τους φίλους του, Τούρκος Ρωμιός να σμίξει,
να ‘ρτει χαρά στα σείλη μας, να φύει τούτ’ η πλήξη»
Αντώνης Π. Αντωνίου
Τα ποιήματα του Αντώνη Αντωνίου εκδόθηκαν από το Προσφυγικό Σωματείο «Το Λευκόνοικο», το 1987, στη Λεμεσό, με τον τίτλο «Πριν τζιαι τωρά»(του τόπου μου και της προσφυγιάς). Την επιμέλεια της ύλης και την ευθύνη της έκδοσης είχε η κ. Κούλα Σούγλη Παρασκευά, ενώ τα σχέδια του εξωφύλλου τα φιλοτέχνησε η ανιψιά της, κ. Ελένη Πιτσιλλίδου Ροτσίδου.
Αυτά τα ποιήματα μας μάγεψαν και μας φόρτισαν συναισθηματικά τότε πάρα πολύ και συνέχεια σε όλες μας τις εκδηλώσεις, εμείς που είχαμε τη φροντίδα των εκδηλώσεων όλα αυτά τα χρόνια, (κ. Κούλα Παρασκευά, π. Κυριάκος Ρήγας, κ. Γρηγόρης Κλόκκος, μ. Λυκούργος Κάππας, κ. Αντρούλα Πασχαλίδου, μ. Πάρης και Έλλη Ζιγκή, κ. Μάρω Εξηντάρη Μήτσα, κ. Ειρήνη Παρασκευά Ροδοσθένους κ.ά.),τα είχαμε στο πρόγραμμά μας.
Όσο ζούσε ο ποιητής, τα απάγγελλε ο ίδιος με μεγάλη συγκίνηση. Τα αγαπήσαμε τα ποιήματά του, γιατί πέρα από την αισθητική τους αξία, μας άγγιξαν τις πιο ευαίσθητες χορδές της ψυχής μας. Μας θύμιζαν το Λευκόνοικό μας και τον παράδεισο που χάσαμε. Μας θύμιζαν οικεία κακά!
Τότε που εκδόθηκε η ποιητική συλλογή, το 1987, η κ. Παρασκευά πήρε και μια συνέντευξη από τον ποιητή.
Κάθε φορά που την διαβάζω, θαυμάζω την ευγένεια και το μεγαλείο της ψυχής του, το έμφυτο ταλέντο του που ήταν κληρονομικό, αφού και ο παππούς του, με το ίδιο ακριβώς ονοματεπώνυμο, έγραφε ποιήματα και τον είχε ως πρότυπο, όπως φαίνεται από τη συνέντευξη. Από νεαρή ηλικία, μόλις άκουε ότι ερχόταν ποιητάρης στο Λευκόνοικο έτρεχε να τον ακούσει, και μάλιστα αγόραζε τα ποιήματά του.
Επίσης, μας πληροφορεί ότι υπήρχαν τότε, στις αρχές του 20ού αιώνα (ο ίδιος γεννήθηκε το 1906), δυο Λευκονοικιάτες που τσιάττιζαν στίχους, ο Πλάτος και ο Βαρελλάς. Όταν ήταν 15ετών, τους άκουσε που τσιάττιζαν και ταίριασε κι αυτός ένα στίχο. Τον πρόσεξαν και του είπαν: «εν καλόν».
Άρχισε να γράφει ποιήματα το 1930. Ξυπνούσε, όπως λέει, τη νύκτα και έγραφε. Πολλές φορές σκάρωνε με ευκολία τσιαττιστά στους γάμους, στους αρραβώνες ή σε άλλες ευκαιρίες, αλλά τα απήγγελλε και στον Πήτρο (Δημήτρης Ιγναντίου που είχε αλευρόμυλους), που ήταν καλός κριτής.
Από τα ποιήματά του, που όπως παρατηρεί η ποιήτρια κ. Παρασκευά έχουν πλούσια ομοιοκαταληξία, θεωρεί ως καλύτερα «Τζείνα που αναφέρονται στην τιμήν τζιαι στην ομορκιάν, στο Λευκόνοικο, στον Βασίλη Μιχαηλίδη, στην γεναίκα μου, πριν τζιαι τωρά».
Η κ. Παρασκευά τού ζήτησε, με την ευκαιρία της έκδοσης των ποιημάτων του, να στείλει ένα μήνυμα «στους Λευκονοιτζιάτες».
Κι αυτός της απάντησε:
-Να το πω με στίχους. Καρτέρα με λλίον να το ταιρκάσω…γιατί πνίει με η συγκίνηση…
«Γεια τζιαι χαρά σας χωρκανοί
τζιαι πέρκ’ αξιωθούμε,
να πάμε στο Λευκόνοικο,
να ξανανταμωθούμε.
Τζει που εγεννηθήκαμε
να φάμε τζιαι να πιούμε,
τες πρωτινές μας τες χαρές
να ξαναθυμηθούμε».
Το βιβλίο προλογίζει ο τότε Πρόεδρος του Προσφυγικού μας Σωματείου, μ. Λυκούργος Κάππας (το 1990 εκλέχτηκε Δήμαρχος).
Αιωνία η μνήμη του εξαίρετου αυτού ανθρώπου και λαϊκού ποιητή του Λευκονοίκου μας!