Του Γιαννάκη Λ. Ομήρου
Οι προσεχείς Δημοτικές και Κοινοτικές Εκλογές δεν θα έπρεπε να λειτουργήσουν σαν μια απλή επιδίωξη εκλογής Δημοτικών και Κοινοτικών αρχόντων. Κυρίως θα έπρεπε να δώσουν την ευκαιρία δημιουργικού διαλόγου αλλά και αντιπαράθεσης ιδεών και προτάσεων για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στον κατ’ εξοχήν δημοκρατικό θεσμό της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Αυτός ο διάλογος απουσίασε και απουσιάζει. Πουθενά και ούτε κατ’ ελάχιστον το πλαίσιο μεταρρύθμισης που κατέθεσε η Κυβέρνηση στη Βουλή, δεν έδωσε τη δυνατότητα ενός ανοικτού διαλόγου με την κοινωνία. Πολύ περισσότερο αφού οι προτάσεις που περιέχονται σε αυτό το νομοθετικό πλαίσιο, πόρρω απέχουν από τη λογική ενός ξερού διοικητικού συστήματος.
Στις σημερινές συνθήκες το μεγάλο ζητούμενο θα έπρεπε να είναι η διασφάλιση της συμμετοχής των πολιτών σε κοινές πρωτοβουλίες και δράσεις.
Η επιστροφή δηλαδή της πολιτικής στο προσκήνιο και η επανασύνδεση της με τους πολίτες, κάτι που, προϋποθέτει τη συλλογική έκφραση και τη δράση της κοινωνίας. Και η δυνατότητα συμμετοχής των πολιτών σε κρίσιμες αποφάσεις σε κεντρικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο πρέπει να είναι ο πρώτος στόχος μιας συνολικής μεταρρύθμισης με πρωτογενές κύτταρο την Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Η αναβίωση κατά κάποιο τρόπο της εκκλησίας του Δήμου και η αυθεντική δημοκρατική συμμετοχή των πολιτών, προϋποθέτουν απαραίτητα στη νέα εποχή την ολόπλευρη ενίσχυση των θεσμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και τη δραστική αποδυνάμωση κάθε είδους συγκεντρωτικών εξουσιών.
Πρέπει λοιπόν να επιδιωχθούν για το σήμερα και το αύριο κοινωνίες ενεργών πολιτών που θα αυτοδιαχειρίζονται τις υποθέσεις τους με γνώμονα το κοινό καλό και το κοινό συμφέρον στη βάση του δημοκρατικού διαλόγου, της ανάπτυξης πρωτοβουλιών και με συνδετικό κρίκο την ηθική και κοινωνική αλληλεγγύη.
Και αυτό μπορεί να γίνει πράξη γιατί ακριβώς οι θεσμοί αυτοδιοίκησης διακρίνονται από την κεντρική εξουσία, ως προς το ότι διαφοροποιούνται από μια παγερή και απόμακρη κεντρική εξουσία αλλά και γιατί συνδέονται με την καθημερινή ζωή και τη συμβίωση των πολιτών.
Να λοιπόν ένα όραμα για το νέο αιώνα στον οποίο έχουμε εισέλθει που μπορεί να γίνει χειροπιαστή πραγματικότητα. Να συμφιλιώσουμε τους πολίτες με την εξουσία. Μια εξουσία που θα την θεωρούν δική τους, που οι ίδιοι θα τη διαμορφώνουν, θα την τροποποιούν, θα τη βελτιώνουν. Μια αυτενεργό εξουσία των πολιτών πάνω στις υποθέσεις που τους αφορούν και που δεν θα είναι προέκταση της κεντρικής εξουσίας ή ένας από τους μηχανισμούς του κράτους που ασκεί δημόσια διοίκηση κατά κρατική παραχώρηση.
Στην Κύπρο η Τοπική Αυτοδιοίκηση είναι ταλαιπωρημένη και ακόμα σημαντικά αποστερημένη από εξουσίες και μέσα για την επιτέλεση της περιορισμένης αποστολής της. Η απουσία μιας μακράς δημοκρατικής παράδοσης, σαν αποτέλεσμα του διοριστικού συστήματος τόσο στα χρόνια της αποικιοκρατίας όσο και για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στην περίοδο μετά την ανεξαρτησία, καθήλωσε τις δυνατότητες ανάπτυξης του θεσμού και της αναγόρευση του σε κύτταρο λαϊκής κυριαρχίας και αποκεντρωμένης άσκησης εξουσίας. Δεν ήταν καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι όταν στα μέσα της δεκαετίας του 1980, ως μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων, κατέθεσα μια σειρά τροποποιήσεις για ενίσχυση του θεσμού της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ο τότε αρμόδιος Υπουργός Εσωτερικών προσπαθούσε να με «διορθώσει» καλώντας με να μιλώ για αρχές Διοίκησης και όχι Αυτοδιοίκησης.
Η κατάργηση του διοριστικού συστήματος ήλθε για μεν τις Χωριτικές αρχές μόλις το 1979 ενώ για τους Δήμους ακόμα πιο αργά, το 1985.
Όμως η κατάργηση του διοριστικού συστήματος δεν συνοδεύτηκε και από μια βαθιά εκδημοκρατικοποίηση του Θεσμού. Η Κεντρική Διοίκηση εξακολουθεί να υιοθετεί μια νοοτροπία και πρακτική υπερβολικής συγκέντρωσης εξουσίας που αποτυπώνεται στο νομοθετικό πλαίσιο. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ ο Περί Δήμων Νόμος του 1985 έχει υποστεί από τότε δεκάδες τροποποιήσεις, εν τούτοις καμιά δεν αφορά εκχώρηση οικονομικών πόρων του κράτους στους Δήμους ενώ υιοθετείται ένας ασφυκτικός έλεγχος από την Κεντρική Διοίκηση.
Είναι λοιπόν εύκολα κατανοητό, παρά τα κάποια βήματα εκσυγχρονισμού που υπήρξαν τα τελευταία χρόνια, ότι η συγκεντρωτική αντίληψη εξακολουθεί να δυναστεύει αυτόν τον κατ’ εξοχήν δημοκρατικό θεσμό. Η κρατική νοοτροπία εξακολουθεί να είναι διαποτισμένη από την άποψη πως η Τοπική αυτοδιοίκηση είναι προέκταση της κεντρικής εξουσίας, ένας από τους μηχανισμούς του κράτους που ασκεί δημόσια διοίκηση.
Πρέπει βέβαια να υποδειχθεί ότι αυτή η αντίληψη δεν είναι συμβατή με τον Ευρωπαϊκό Χάρτη Τοπικής Αυτοδιοίκησης που εγκρίθηκε από την εξ Υπουργών Επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης, τον οποίο η Κύπρο έχει προσυπογράψει. Ο χάρτης αυτός κατοχυρώνει στα άρθρα 2,3,7 και 8 την «πολιτική και οικονομική αυτοτέλεια στις Αρχές Τοπικής Αυτοδιοίκησης που τους επιτρέπει να ρυθμίζουν και να διαχειρίζονται ένα σημαντικό μέρος των δημοσίων υποθέσεων «υπό ιδίαν ευθύνην και προς το συμφέρον του τοπικού πληθυσμού». Μια σειρά άλλων οδηγιών και κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβλέπουν για την υποχρέωση των κρατών – μελών να εκχωρούν εξουσίες στους θεσμούς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. επιβάλλει τη σταδιακή διεύρυνση των εξουσιών των Τοπικών Αρχών, την εκχώρηση πόρων και την ανάδειξη της αυτοδιαχείρισης ως μορφής διακυβέρνησης σε τοπικό επίπεδο.
Η ενεργητική συμμετοχή του πολίτη στη διαχείριση των τοπικών υποθέσεων μπορεί να επιτευχθεί μόνο στα πλαίσια αποκέντρωσης του θεσμού που να οδηγεί σε πραγματική εμπέδωση της λαϊκής κυριαρχίας.
Εξουσίες και αρμοδιότητες που μπορούν και πρέπει να εκχωρηθούν στην Τοπική Αυτοδιοίκηση είναι ενδεικτικά αυτές που σήμερα ασκούνται από τις κρατικές υπηρεσίες Κοινωνικής Μέριμνας και τις Υπηρεσίες Πολιτικής Άμυνας.
Το δεύτερο, που θα πρέπει επίσης να κατοχυρώνεται για να μπορούν τα Όργανα Τοπικής Αυτοδιοίκησης να ανταποκρίνονται στο ρόλο τους, είναι η οικονομική αυτοτέλεια. Η έλλειψη πόρων είναι ένα από τα μέσα αποδυνάμωσης της αυτοδιοίκησης που χρησιμοποιούνται, έτσι ώστε η Κεντρική Διοίκηση να μπορεί να ελέγχει και να ρυθμίζει τη δράση των τοπικών αρχών.
Χρειάζεται λοιπόν η εισαγωγή νομοθετικών ρυθμίσεων με βάση τις οποίες θα εκχωρούνται σημαντικοί οικονομικοί πόροι από την Εκτελεστική εξουσία στην Τοπική Αυτοδιοίκηση ώστε να καθίσταται αυτάρκης και να παύσει να είναι εξαρτημένη και δέσμια των αποφάσεων άλλων. Με αυστηρούς βέβαια ελέγχους, σε βάση ευρωπαϊκών προτύπων, για να αποφεύγονται φαινόμενα σήψης και διαφθοράς.
Συνοπτικά η διοικητική αυτοτέλεια, μακριά από αυταρχικές επεμβάσεις της Κεντρικής Διοίκησης, η αποφασιστική αποκέντρωση εξουσιών και η οικονομική αυτοδυναμία αποτελούν τους βασικούς πυλώνες μετεξέλιξης των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης σε πραγματικά αυτοδύναμα όργανα και όχι σε διεκπεραιωτές και εντολοδόχους μιας άλλης εξουσίας.
Είναι φανερό ότι οι κοινωνίες του μέλλοντος δεν θα έχουν τη δομή του υπερτροφικού συγκεντρωτικού κράτους του παρελθόντος. Η εξέλιξη των κοινωνιών και η προαγωγή πραγματικών συστημάτων δημοκρατικής οργάνωσης, θα επιφέρουν αποφασιστικό χτύπημα και θα αποδυναμώσουν καίρια το ισχυρό και παντοδύναμο κράτος της συγκεντρωτικής εξουσίας.
Νέες μορφές οργάνωσης αυτοδιαχειριζόμενων τοπικών κοινωνιών θα αναδειχθούν ως η νομοτελειακή εξέλιξη ενίσχυσης του ρόλου των ίδιων των πολιτών. Λιγότερο κράτος προς όφελος των Τοπικών Αρχών σημαίνει περισσότερη δημοκρατία και σημαίνει αυτεξούσιες κοινωνίες των πολιτών.
Είναι λοιπόν αναγκαίο και στην Κύπρο να εγκαταλειφθούν συντηρητικές αντιλήψεις και νοοτροπίες. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση πρέπει να πάψει να λειτουργεί και να αναπαράγεται σαν ένα απλό ξερό διοικητικό σύστημα, με συρρικνωμένες αρμοδιότητες και με αδυναμία εξόδου από ένα ασφυκτικό κλοιό συγκεντρωτικής εξουσίας.
Οι τολμηρές μεταρρυθμίσεις στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, η μετατροπή της σε όργανο λαϊκής κυριαρχίας, βάθρο δημοκρατίας με αποφασιστική αποδυνάμωση του κεντρικού κράτους, είναι η μεγάλη επιταγή της νέας εποχής. Όσο αυτό δεν γίνεται κατανοητό θα παρακολουθούμε μια πληκτική επανάληψη στερεότυπων σε εκλογές των αυτοδιοικητικών οργάνων με ανύπαρκτο το διάλογο για τον εκσυγχρονισμό και τη μεταρρύθμιση.
Γιαννάκης Λ. Ομήρου, Τέως Προέδρου Βουλής των Αντιπροσώπων