Ένα μεγάλο και δραματικό κουβάρι της Κυπριακής Ιστορίας ξεδίπλωσε στην εκπομπή της Ελίτας Μιχαηλίδου ”Φάκελοι” ο Δήμαρχος Λάρνακας Ανδρέας Βύρας, η παρουσιάστρια Χριστιάνα Αριστοτέλους και ο Επαρχιακός Γραμματέας Λευκωσίας-Κερύνειας του ΑΚΕΛ Χρίστος Χριστοφίδης.
Άνθρωποι που αναγκάστηκαν να αφήσουν τα σπίτια τους και να μεταβούν σε ένα ξένο τόπο μετά το 1974.
Αναγκάστηκαν να ξεριζωθούν από τον τόπο που τους γέννησε και χωρίς να έχουν τίποτα, κλήθηκαν να ξεκινήσουν τη ζωή τους από το μηδέν.
Οι συνοικισμοί
Οι συνοικισμοί διαμορφώθηκαν σε πολλά σημεία της ελεύθερης Κύπρου, μετά την εισβολή του 1974, για ανθρώπους που κουβαλώντας τις δίκες τους συνήθειες, τις δίκες τους κουλτούρες, κλήθηκαν να συμβιώσουν και να διαμορφώσουν μια νέα μωσαϊκή κοινότητα. Οι άνθρωποι αυτοί προέρχονταν από ολόκληρη την επικράτεια της Κατεχόμενης Κύπρου.
Σε μερικούς συνοικισμούς ο κόσμος μεταφέρθηκε με κριτήρια κοινωνικών, οικονομικών και οικογενειακών προβλημάτων. Δηλαδή δόθηκε προτεραιότητα σε οικογένειες αγνοουμένων, πεσόντων και σε οικογένειες των οποίων τα μέλη αντιμετώπιζαν ψυχολογικά προβλήματα μετά την εισβολή. Έτσι κάθε σπίτι, κάθε συνοικισμός κουβαλά την δική του μεγάλη ιστορία.
Οι δυσκολίες
Άγνωστοι ανάμεσα σε αγνώστους, με θλιμμένα βλέμματα, οι πρόσφυγες ένιωθαν ευγνώμονες που είχαν ένα σπίτι να στεγάσουν την οικογένεια τους. Η περίοδος της μετάβασης των προσφύγων στους συνοικισμούς, ήταν μια δύσκολη περίοδος, γεμάτη ερωτηματικά, όπου όλοι προσπαθούσαν να αντιληφθούν τι έγινε, που και ποιοι είναι, ενώ με αγωνία προσπαθούσαν να μαντέψουν το μέλλον τους.
Τα σπίτια που τους παραχωρήθηκαν, δημιουργήθηκαν με γνώμονα να τους στεγάσουν για μια περίοδο περίπου 10 χρόνων. Ωστόσο, τα 10 χρόνια έγιναν 20 και σήμερα μετρούν 46 ολόκληρα χρόνια. Τα σπίτια ήταν μικρά και φτωχικά. Και αυτά τα μικρά σπιτάκια έγιναν τελικά οι μόνιμες κατοικίες τους.
Αν και το κράτος, είχε δόσεις ένα επίδομα τότε στους προσφυγές, αυτό ήταν αρκετό μόνο για να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα και όχι για να φτιάξουν τα σπίτια τους. Η πολιτεία και το σύστημα δεν στάθηκε όπως έπρεπε στους πρόσφυγες, όχι γιατί δεν ήθελε, αλλά γιατί δεν είχε τα κατάλληλα εχέγγυα. Η Κύπρος του 1974 δεν μπορούσε να στηρίξει 200.000 ανθρώπους, ενώ την ίδια στιγμή δεν υπήρχε ούτε και η τεχνογνωσία στήριξης όπως ψυχολογική στήριξη, στήριξη στο σχολείο, οικογενειακή στήριξη κλπ. Παρά μόνο το συσσίτιο που μοιραζόταν στον προσφυγικό πληθυσμό.
Οι πρόσφυγες και ιδιαίτερα τα μικρά τότε προσφυγόπουλα, ήταν εκτεθειμένοι σε πολλούς κινδύνους.
Στον εκπαιδευτικό τομέα; Τα προβλήματα πολλά.
Ο ρατσισμός; Ήταν καθημερινό φαινόμενο, καθώς η κοινωνία ήταν καχύποπτη απέναντι τους.
Τα παιδικά χαμόγελα των προσφυγόπουλων έσβηναν όταν αντίκριζαν υποτιμητικά βλέμματα και κοροϊδία για τα ρούχα, τα παπούτσια και τις τρύπιες τσάντες τους. Ωστόσο, υπήρχαν και οι άνθρωποι που έδειξαν πρωτόγνωρη ανθρωπιά και έδωσαν απλόχερα την βοήθεια τους.
Από την φτώχεια, τον ρατσισμό, τον στιγματισμό και την περιθωριοποίηση, οι πρόσφυγες βίωσαν πολύ πιο έντονα κάποια κοινωνικά ζητήματα σε σχέση με άλλες περιοχές, όπως των ναρκωτικών, της νεανικής παραβατικότητας και των ξυλοδαρμών. Πολλοί οδηγήθηκαν ακόμη και στις φυλακές. Η φτώχεια οδηγεί στην κοινωνική περιθωριοποίηση, οι πλείστοι πρόσφυγες δεν κατάφεραν να σπουδάσουν, ωστόσο πολλοί ήταν και αυτοί που τελικά διέπρεψαν.
Σήμερα υπάρχουν ακόμη πολλές ανάγκες, άνθρωποι που χρειάζονται φοβερή στήριξη και καλείται η Κυβέρνηση σε συνεργασία με την Τοπική Αυτοδιοίκηση να επιληφθούν άμεσα του θέματος των προσφυγικών συνοικισμών. Όπως είναι αναμενόμενο, τα σπίτια που τους δόθηκαν τότε, πλέον δεν είναι κατάλληλα για να κατοικούνται. Πλέον οι πρόσφυγες, που από τότε μένουν στους συνοικισμούς, ζουν σε άθλιες και αδιανόητες συνθήκες. Σπίτια ετοιμόρροπα, ταβάνια που πέφτουν και μπαλκόνια έτοιμα να καταρρεύσουν είναι το σκηνικό που συναντά κανείς φτάνοντας στους συνοικισμούς. Λες και το κράτος τους έδωσε ένα σπίτι και μετά τους άφησε στο έλεος του θεού.
Κάνοντας μόνο μια βόλτα στους σημερινούς συνοικισμούς, θα αντιληφθεί κανείς πως πέραν από τα προαναφερθέντα προβλήματα, η μελαγχολία είναι ακόμη διάχυτη στην ατμόσφαιρα, θα αντικρίσει ανθρώπους σκεπτικούς και πονεμένους, που δεν έχασαν μόνο περιουσίες και σπίτια, αλλά και τους δικούς τους ανθρώπους. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που βασανίζει ακόμη τις ψυχές των ηλικιωμένων, πια προσφύγων, είναι οι αγνοούμενοι, οι δικοί τους άνθρωποι που χάθηκαν και τα χιλιάδες γιατί που άλλαξαν ριζικά τις ζωές τους.
Η θετική πλευρά της ζωής στους συνοικισμούς
Η ζωή στο συνοικισμό είχε και το λευκό της χρώμα. Τα πράγματα μεταξύ των προσφύγων ήταν αλλιώτικα, καθώς αντιμετώπιζαν τα ίδια οικογενειακά, οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα. Ο ένας στήριζε τον άλλον και τον κατανοούσε. Τα μικρά τότε προσφυγόπουλά έπαιζαν ανέμελα στις γειτονιές και τις αλάνες. Έμαθαν να σέβονται και να εκτιμούν, μεγάλωσαν πιο δεμένοι με την οικογένεια τους και γνώρισαν ένα μεγάλο φάσμα ανθρώπων. Μπόρεσαν να κατανοήσουν τις δυσκολίες, κέρδισαν κοινωνική μόρφωση και σήμερα δηλώνουν ευγνώμονες επειδή γνώρισαν την πραγματική ζωή, με τα καλά και τα πολύ δύσκολα της.