Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει επιφέρει οικονομική και ενεργειακή κρίση ανά το παγκόσμιο με την Ευρώπη να παρουσιάζεται διχασμένη όσον αφορά την Πράσινη Μετάβαση και την επαναφορά της πυρηνικής ενέργειας. Η έλλειψη ορυκτών καυσίμων στη Βόρεια Θάλασσα και η προσπάθεια απεξάρτησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τον ορυκτό πλούτο της Ρωσίας έχει στρέψει το ενεργειακό ενδιαφέρον της Ε.Ε. προς την Ανατολική Μεσόγειο.
Ο στόχος της κλιματικής ουδετερότητας που έθεσε η Ε.Ε. μέχρι το 2050 φαντάζει απλησίαστος, αν αναλογιστούμε ότι αρκετές χώρες συνεχίζουν να παράγουν ορυκτά καύσιμα, ενώ οι χώρες BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότιος Αφρική) διευρύνονται συνεχώς, εντάσσοντας στη δική τους «κλειστή» ομάδα πετρελαιοπαραγωγικές χώρες, όπως η Σαουδική Αραβία, η Αίγυπτος, το Ιράκ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, που αντιπροσωπεύουν το 42% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου.
Η πυρηνική ενέργεια, όπως και η συνέχιση των εξορύξεων ορυκτών καυσίμων, διχάζει την Ε.Ε. σ’ αυτούς που στηρίζουν πράσινες και κοινωνικές πολιτικές και σ’ αυτούς που εξυπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα, όπως οι πετρελαιοβιομηχανίες και οι εταιρείες εξόρυξης ορυκτών καυσίμων.
Την τριετία 2020-2022 έχουν δαπανηθεί 142 δισεκατομμύρια δολάρια σε επενδύσεις για ορυκτά καύσιμα από χώρες της G7, παρ’ όλο που τα μέλη της G7 έχουν δεσμευτεί από το 2022 να διακόψουν τις χρηματοδοτήσεις σε σχέδια ορυκτών καυσίμων.
Για να μπορέσει όμως, η παγκόσμια οικονομία να επιτύχει τον στόχο των μηδενικών εκπομπών καυσαερίων μέχρι το 2050, θα πρέπει να επενδύει κάθε χρόνο τρισεκατομμύρια δολάρια σε σχέδια καθαρής ενέργειας. Οι στρατιωτικοί εξοπλισμοί όμως και η συνεχιζόμενη παραγωγή ορυκτών καυσίμων έχουν θέσει την κλιματική ουδετερότητα σε δεύτερη μοίρα, αφού συνεχίζονται οι εξορύξεις ορυκτών καυσίμων και η χρήση πυρηνικής ενέργειας ως η πιο φθηνή εναλλακτική λύση.
Το 2023 δαπανήθηκαν 2,2 τρισεκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως για στρατιωτικούς εξοπλισμούς, ενώ 10 τρισεκατομμύρια θα ξοδευτούν από τις χώρες της Δύσης την επόμενη δεκαετία για αμυντικούς εξοπλισμούς. Η κοινή γνώμη λοιπόν ψήνεται και προετοιμάζεται για νέες συρράξεις προς όφελος των εταιρειών κατασκευής όπλων, των τραπεζιτών και μεγαλοεπενδυτών, την ίδια στιγμή που οι εργαζόμενοι στην παραγωγή και εμπορία ορυκτών καυσίμων υποφέρουν από τις επιπτώσεις του ανθυγιεινού επαγγέλματος τους.
Σύμφωνα με στοιχεία που κατατέθηκαν στο βιβλίο «Σύγκρουση και Ευημερία – Γεωπολιτική και Ενέργεια στην Ανατολική Μεσόγειο», Στεργίου Ουλουσόι, Μπλοντχάιμ, από το 2020 η Ε.Ε. θα έχει έλλειμμα φυσικού αερίου που ανέρχεται στα 440 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα ανά έτος, λόγω της εξάντλησης των κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου της Βόρειας Θάλασσας. Ταυτόχρονα αναμένεται έλλειμμα μεγαλύτερο από 1,8 δισεκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου ανά έτος. Με βάση λοιπόν τα πιο πάνω στοιχεία, ούτε η Ρωσία, η Βόρεια Αφρική και οι Η.Π.Α. μπορούν να βοηθήσουν την Ε.Ε. να καλύψει το ενεργειακό της έλλειμμα. Έτσι, δικαιολογείται η στροφή προς τη Θάλασσα της Λεβαντίνης, τον Λίβανο, το Ισραήλ, την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο, την Ελλάδα και την Κύπρο.
Η εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων του Ισραήλ, της Κύπρου και της Ελλάδας μπορεί να προμηθεύσει με 188 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα ανά έτος την Ε.Ε., η οποία θα αναγκαστεί είτε να προωθήσει περισσότερο τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, πετυχαίνοντας τον στόχο της κλιματικής ουδετερότητας μέχρι το 2050, είτε να συνεχίσει την εμπορία των ορυκτών καυσίμων και τη χρήση πυρηνικής ενέργειας.
Το ενεργειακό ζήτημα όχι μόνο διχάζει την Ε.Ε., αλλά προκαλεί σοβαρές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία, αφού η πυρηνική ενέργεια παρουσιάζεται ως αναγκαιότητα απέναντι στο διπλό πρόβλημα της ενεργειακής ασφάλειας και της κλιματικής κρίσης. Η Ε.Ε. θα πρέπει να περιορίσει τις εκπομπές ρύπων και μεθανίου για αποφυγή της υπερθέρμανσης του πλανήτη, περιορισμό των τοξικών αερίων και για ενίσχυση της υγείας του εδάφους και βελτίωσης της ποιότητας του αέρα. Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου του Ανθρώπου υπέρ των 2.500 ηλικιωμένων Ελβετίδων που κέρδισαν τη δίκη ενάντια στο κράτος τους, το οποίο απέτυχε να προστατέψει τους πολίτες του από τις καταστροφικές συνέπειες της υπερθέρμανσης του πλανήτη, είναι μόνο η αρχή.