Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Τουρκία απομακρύνεται τάχιστα από τον δυτικό κόσμο. Κι αυτό αφορά τόσο τον βαθμό σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων των Τούρκων πολιτών, που συνεχίζουν να καταπατώνται βάναυσα, όσο και τον τρόπο που ασκεί την εξωτερική της πολιτική.
Προφανώς, ο Ερντογάν εμφορούμενος από νεο-οθωμανικά οράματα, στα οποία πιστεύει ακράδαντα, και με ιδεολογικό εργαλείο μια μείξη ισλαμισμού και εθνικισμού επιχειρεί σταθερά να αναδείξει την Τουρκία σε μια περιφερειακή, αν όχι παγκόσμια, υπερδύναμη, που δεν δεσμεύεται από κανένα διεθνοπολιτικό μπλοκ. Εκμεταλλευόμενη την αντιπαράθεση Δύσης-Ρωσίας, και την διάθεση της κάθε πλευράς να μην χάσει την «περιζήτητη νύφη», κέρδιζε από αμφότερους.
Μετά την έκρηξη του πολέμου στην Ουκρανία οι κυρίαρχοι κύκλοι στην Άγκυρα πίστεψαν ότι η διεθνής ατμόσφαιρα καθίστατο ευνοϊκότερη για την προώθηση των σχεδίων τους. Πολλώ δε μάλλον, που η Τουρκία εμφανίζεται όχι μόνον χωρίς κόστος να μην επιβάλει τις συμφωνημένες από το ΝΑΤΟ κυρώσεις στη Ρωσία, αλλά επιπλέον, να αναγορεύεται σε ειρηνοποιό μεσάζοντα μεταξύ των εμπολέμων.
Η πολιτική από τις ΗΠΑ του «μαστιγίου», με τους περιορισμούς στην συμμετοχή στα στρατιωτικά προγράμματα χάρη στην επιμονή πολιτικών όπως ο γερουσιαστής Μενέντεζ, και του «καρότου», δεν συνετίζει την Άγκυρα. Η οποία έχει το θράσος να υπαγορεύει ακόμη και σε χώρες όπως η Σουηδία ή η Φινλανδία όρους για να συναινέσει στην ένταξή τους στο ΝΑΤΟ.
Είναι φανερό ότι σε κάποια δυτικά κέντρα συνεχίζουν να καλλιεργούνται ψευδαισθήσεις για την δυνατότητα να ελεγχθεί ο Ερντογάν και η τουρκική πολιτική. Υπό το φόβο μήπως ο Τούρκος πρόεδρος αλλάξει και επισήμως στρατόπεδο, συντασσόμενος με τη Μόσχα» και προσδοκώντας την επόμενη μέρα στην πολιτική ζωή της Τουρκίας, η Δύση δείχνει να ανέχεται μια συμπεριφορά που απειλεί να τινάξει όλη την ανατολική Μεσόγειο στον αέρα.
Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι ότι η Τουρκία συμπεριφέρεται, όπως και η Ρωσία, ως μία αναθεωρητική δύναμη, που αμφισβητεί το status quo, και διεκδικεί όχι μόνον την επέκταση της επιρροής της αλλά και την αλλαγή συνόρων. Κάτι που μπορεί να προκαλέσει τεράστιο ρήγμα στο νοτιοανατολικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Και απαιτείται η μέγιστη επιφυλακή, καθώς χρονικό ορόσημο στην τουρκική επεκτατική πολιτική φαίνεται πως έχει τεθεί το 2023. Όταν, δηλαδή, συμπληρώνονται τα 100 χρόνια από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας. Τότε ο Ερντογάν θα αναμετρηθεί, όπως πιστεύει, και με το ιστορικό ανάστημα του Κεμάλ Αττατούρκ, το «τρόπαιον» του οποίου δεν τον αφήνει να «καθεύδει». Και για τούτο βιάζεται να παρουσιάσει απτά κέρδη, πέρα από την κατεχόμενη βόρεια Συρία, τον τουρκικό στρατό στην δυτική Λιβύη, στο Ιράκ και στο Αζερμπαϊτζάν.
Η σπουδή του επιτείνεται και από τις επικείμενες εκλογές, που θα διεξαχθούν το ερχόμενο έτος. Όμως, δυστυχώς γι’ αυτόν, η οικονομική κατάσταση της χώρας πάει από το κακό στο χειρότερο, κυρίως λόγω της νομισματικής πολιτικής και του πληθωρισμού. Σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, μεταξύ 2013 και 2022, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ μειώθηκε από 12.600 δολάρια σε 7.500 δολάρια. Ως εκ τούτου, ο Τούρκος πρόεδρος ανεβάζει ακόμη περισσότερο τον εθνικιστικό λόγο του εναντίον της Ελλάδας, που την βλέπει να εξοπλίζεται αποτελεσματικά, αλλά και της Κύπρου.
Ταυτόχρονα, προκαλεί διαρκώς με πράξεις όπως τις παράνομες τουρκολιβυκές συμφωνίες για την εκμετάλλευση του θαλασσίου χώρου έξω από την Κρήτη, την εκτόξευση βαλλιστικού πυραύλου, τη προώθηση εντός της πράσινης γραμμής. Το απογοητευτικό είναι ότι σε αυτόν τον κατήφορο των ιταμών απειλών της τουρκικής κυβέρνησης ακολουθούν πλειοδοτώντας τα στελέχη της αντιπολίτευσης. Κάτι που προκαλεί εύλογη απορία για το τι πρέπει να περιμένουμε για την μετά Ερντογάν εποχή.
Απέναντι σε αυτήν την Τουρκία, η Ε.Ε. οφείλει να τηρήσει μια ξεκάθαρη και αυστηρή στάση. Δεν πρέπει να αιωρείται πως τηρούνται δύο μέτρα και δύο σταθμά. Καταγγελτικοί, και ορθά, απέναντι στον ρωσικό αναθεωρητισμό, εφεκτικοί προς τον τουρκικό. Είναι καιρός να τεθεί το ζήτημα της απόφασης για την λήψη συγκεκριμένων βαριών κυρώσεων, στην περίπτωση που υπάρξουν τουρκικές παραβιάσεις των κυριαρχικών δικαιωμάτων ή και της κυριαρχίας κρατών-μελών της Ε.Ε. Η Άγκυρα θα πρέπει να γνωρίζει εξ αρχής ότι οποιαδήποτε επιθετική ενέργειά της θα έχει βαρύ κόστος και ότι απέναντί της θα έχει ολόκληρη την Ενωμένη Ευρώπη.
Ο Πανίκος Λεωνίδου είναι Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος Δημοκρατικού Κόμματος