Η γλωσσική ποικιλομορφία και η προστασία των υπό εξαφάνιση γλωσσών αποτελούν πλέον αναπόσπαστο χαρακτηριστικό της ευρωπαϊκής σχολικής πραγματικότητας. Παρά τις διακηρύξεις περί ένταξης, ισότητας και σεβασμού της διαφορετικότητας, το εκπαιδευτικό σύστημα συχνά αδυνατεί να μετατρέψει τις αρχές αυτές σε συνεκτική και αποτελεσματική παιδαγωγική πράξη. Το σχολείο καλείται να λειτουργήσει σε ένα περιβάλλον όπου συνυπάρχουν αυτόχθονες και μαθητές/μαθήτριες με μεταναστευτική βιογραφία, φέροντας μαζί τους διαφορετικές γλώσσες, εμπειρίες και πολιτισμικά κεφάλαια, τα οποία δεν αναγνωρίζονται πάντοτε ως εκπαιδευτικός πλούτος.
Το πρόσφατο ευρωπαϊκό συνέδριο που διοργάνωσε το Ευρωπαϊκό Κέντρο Σύγχρονων Γλωσσών (ECML) του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στην αυστριακή πόλη Γκρατς ανέδειξε με σαφήνεια ότι οι περιφερειακές και μειονοτικές γλώσσες μπορούν να λειτουργήσουν ως μοχλός ένταξης, μαθησιακής επιτυχίας και κοινωνικής συνοχής. Παραδείγματα από την Ιρλανδία, την Πολωνία, την Ελβετία, την Αυστρία, τη Φινλανδία, την περιοχή των Βάσκων στην Ισπανία, την Πορτογαλία και τη Ρουμανία κατέδειξαν ότι όπου εφαρμόζονται συνεκτικές πολιτικές στήριξης της πολυγλωσσίας το σχολικό περιβάλλον καθίσταται πιο συμπεριληπτικό και παιδαγωγικά αποτελεσματικό. Εκεί όπου η γλωσσική ταυτότητα των μαθητών αναγνωρίζεται ενισχύεται η συμμετοχή, η αυτοπεποίθηση και η μαθησιακή εμπλοκή.
Ωστόσο, η πραγματικότητα της σχολικής τάξης αποκαλύπτει ένα διαρκές χάσμα ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη. Σε πολλές περιπτώσεις μαθητές/μαθήτριες με μεταναστευτικό υπόβαθρο καλούνται να μάθουν τη γλώσσα του σχολείου και μία ή περισσότερες ξένες γλώσσες, χωρίς να έχει προηγηθεί η ουσιαστική ανάπτυξη της μητρικής τους γλώσσας. Το αποτέλεσμα είναι η γλωσσική ανασφάλεια, η περιορισμένη συμμετοχή και τελικά η σχολική υστέρηση. Η διδακτική εμπειρία δείχνει ότι η αποσιώπηση της μητρικής γλώσσας δεν οδηγεί στην ένταξη, αλλά στη σιωπή.
Ιδιαίτερα στον τομέα της διδασκαλίας ξένων γλωσσών, οι ανισότητες καθίστανται ακόμη πιο ορατές. Οι μαθητές/μαθήτριες δεν αρχίζουν από τις ίδιες γλωσσικές αφετηρίες ούτε διαθέτουν τα ίδια γνωστικά εργαλεία. Όταν το εκπαιδευτικό σύστημα επιμένει σε ομοιογενείς, μονοδιάστατες προσεγγίσεις, αγνοεί την πραγματική σύνθεση της τάξης και μετατρέπει τη γλώσσα από εργαλείο επικοινωνίας και μάθησης σε παράγοντα αποκλεισμού.
Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα παιδαγωγικές πρακτικές, όπως η αξιοποίηση της ετυμολογίας, η ανάδειξη κοινών λέξεων και ριζών μεταξύ γλωσσών και η ενθάρρυνση των εκπαιδευόμενων να παρουσιάζουν στοιχεία της γλωσσικής και πολιτισμικής τους ταυτότητας αποδεικνύονται ουσιαστικές και αποτελεσματικές. Δεν πρόκειται για συμβολικές χειρονομίες, αλλά για συνειδητές διδακτικές παρεμβάσεις που ενισχύουν τη μεταγλωσσική επίγνωση, την αυτοεκτίμηση και τη μαθησιακή ενεργοποίηση όλων των μαθητών/μαθητριών.
Καθοριστικής σημασίας παραμένει η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών. Η πολυγλωσσική εκπαίδευση δεν μπορεί να βασίζεται αποκλειστικά στην προσωπική ευαισθησία ή την καλή πρόθεση. Απαιτεί θεσμική στήριξη, σαφές παιδαγωγικό πλαίσιο και αναγνώριση ότι κάθε εκπαιδευτικός, ανεξαρτήτως ειδικότητας, διαχειρίζεται λόγο και γλώσσα μέσα στην τάξη.
Η αρχή ότι «κάθε εκπαιδευτικός είναι και εκπαιδευτικός γλώσσας» συνιστά παιδαγωγική και δημοκρατική αναγκαιότητα.
Η γλώσσα δεν είναι απλώς μέσο μάθησης αλλά φορέας ταυτότητας, μνήμης και αξιοπρέπειας. Ένα σχολείο που αγνοεί τις γλώσσες των μαθητών του απομακρύνεται από τον παιδαγωγικό και κοινωνικό του ρόλο. Αντίθετα, ένα σχολείο που τις αναγνωρίζει και τις αξιοποιεί διαμορφώνει πολίτες με αυτοπεποίθηση, κριτική σκέψη και ανοιχτούς ορίζοντες. Η γλωσσική ποικιλομορφία δεν συνιστά απειλή για την εκπαίδευση, αντιθέτως αποτελεί τη θεμελιώδη προϋπόθεσή της.
Η σχολική τάξη της σύγχρονης Ευρώπης αποτελεί μικρογραφία της κοινωνίας και της αποδοχής της διαφορετικότητας, όπου οι πολλαπλές γλώσσες, θρησκείες, ταυτότητες, πολιτισμικές εμπειρίες και προσδοκίες δεν συνυπάρχουν πάντα αρμονικά. Η κυπριακή εμπειρία είναι ενδεικτική και δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Μαθητές/μαθήτριες με μεταναστευτική βιογραφία καλούνται να μάθουν ελληνικά και άλλες ξένες γλώσσες, χωρίς να έχουν αναπτύξει ή μάθει επαρκώς και σωστά τη μητρική τους γλώσσα.
Ως αποτέλεσμα αυτής της εκπαιδευτικής αδυναμίας αποτελεί η αποτυχημένη και όχι ομαλή ένταξη στην κοινωνία, η γλωσσική ανασφάλεια και πολλές φορές ο σχολικός αποκλεισμός. Η καθημερινή διδακτική εμπειρία απέδειξε ότι η στήριξη της μητρικής γλώσσας δεν εμποδίζει την εκμάθηση ξένων γλωσσών, αλλά αντιθέτως τη διευκολύνει.
Άντρος Γ. Καραγιάννης, τέως Δήμαρχος Δερύνειας
Καθηγητής Αγγλικών με Σύμβαση, Γυμνάσιο Νεάπολης Λεμεσού











