Η πρόταση νόμου για το Εθνικό Ταμείο Απώλειας Χρήσης Κατεχόμενων Περιοχών είναι χρέος και όχι χάρη για τους ιδιοκτήτες ακίνητης περιουσίας στην κατεχόμενη περιοχή. Βιώνουμε πενήντα ένα χρόνια κατοχής, προσφυγιάς, οικονομικής σιωπής και πολιτικής αδράνειας για τους δεκάδες χιλιάδες συμπολίτες μας που στερούνται, χωρίς δική τους ευθύνη, τη χρήση και εκμετάλλευση των περιουσιών τους στα κατεχόμενα. Ήρθε η ώρα να σπάσει αυτό το ιστορικό αδιέξοδο, όχι με μία πράξη φιλανθρωπίας αλλά με μία πράξη δικαιοσύνης και θεσμικής ευθύνης.
Για πενήντα ένα χρόνια η ανοχή έγινε συνενοχή. Το κυπριακό κράτος αποτυγχάνει να αναγνωρίσει εμπράκτως την οικονομική ζημία των ιδιοκτητών ακίνητης περιουσίας στην κατεχόμενη περιοχή. Οι ζημιές δεν είναι μόνο συναισθηματικές ή ιστορικές. Είναι μετρήσιμες, συγκεκριμένες και επώδυνες. Ο εκτοπισμένος και μη ιδιοκτήτης ακίνητης περιουσίας στην κατεχόμενη περιοχή δεν έχασε απλώς τη γειτονιά του. Έχασε την περιουσία του, την απόδοση της γης του, το εισόδημά του.
Η επίλυση του εθνικού ζητήματος παραμένει αβέβαιη. Η Τουρκία εδραιώνει τις τετελεσμένες καταστάσεις στα κατεχόμενα. Η οικονομική ενίσχυση των προσφύγων δεν πρέπει να εξαρτάται από το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων αλλά να στηρίζεται σε αρχές κράτους δικαίου, επιτακτικά τώρα γιατί έχουμε αργήσει, καταστροφικά και οι δικαιούχοι φθάνουν πολλές φορές στα όρια της εξαθλίωσης.
Ακούοντας τη δικαιοσύνη έχουμε καταλήξει στη δική μας καθοριστική συμβολή στην προσπάθεια αυτή. Καταγράφουμε την πολιτική βούλησή μας, και είναι εδώ που χρειάζεται και η ευρεία πολιτική συναίνεση, για να τεθούν οι βάσεις για την ουσιαστική κρατική μέριμνα για τον σκοπό της απώλειας χρήσης. Με αυτή τη συγκεκριμένη, σοβαρή, τεκμηριωμένη και ρεαλιστική πρόταση που αγγίζει την ουσία του ζητήματος θεμελιώνουμε τη συλλογική ευθύνη της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας, μακρυά από την όποια διάθεση αντιπαράθεσής ή αντιπολίτευσης, να επουλώσει τις πληγές της κατοχής και να αποδώσει αξιοπρεπή οικονομική στήριξη στους πολίτες που έχασαν τα πάντα λόγω της κατοχής.
Το ζήτημα έχει ωριμάσει πολιτικά! Η αναγνώριση οικονομικής απώλειας θεωρήθηκε πολιτικά «επικίνδυνη», μήπως θεωρηθεί ότι αποδεχόμαστε την οριστική απώλεια των κατεχόμενων. Όμως δεν υπάρχει μεγαλύτερη παγίωση της κατοχής από την πολιτική αδράνεια. Η πολιτεία δεν είχε ποτέ συγκροτήσει ένα σαφές, θεσμοθετημένο και χρηματοδοτούμενο σχήμα στήριξης, πέρα από τη στεγαστική βοήθεια στη βάση κοινωνικοοικονομικών κριτηρίων για μετριασμό των επιπτώσεων της απώλειας στέγης, και αυτή «ακρωτηριασμένη». Το Ταμείο στηρίζεται σε πολυδιάστατες πηγές χρηματοδότησης, από εθνικούς πόρους, τέλη στις μεταβιβάσεις, δωρεές και επενδύσεις. Είναι κάτι περισσότερο από ένα βοήθημα, αποτελεί ένα σύγχρονο εργαλείο αποκατάστασης, απόδοσης διακινούσης και αλληλεγγύης.
Έστω και καθυστερημένα, τώρα, αγγίζουμε την ανισότητα. Οι εκτοπισμένοι κατέχουν τίτλους ιδιοκτησίας χωρίς ιδιοκτησία. Η κοινωνική και οικονομική αδικία συντηρήθηκε. Με την πρόταση νόμου θεσμοθετείται η αναγνώριση της οικονομικής ζημίας. Διασφαλίζεται η βιώσιμη χρηματοδότηση του Ταμείου, χωρίς δημοσιονομική απορρύθμιση. Δημιουργείται ένα πλαίσιο οικονομικής ενίσχυσης με διαφάνεια και αξιοκρατία. Στέλνεται μήνυμα ενότητας και αξιοπρέπειας, ότι οι πρόσφυγες δεν είναι πολίτες δεύτερης κατηγορίας.
Τονίζουμε δε ότι το Ταμείο είναι το ελάχιστο. Η δικαιοσύνη είναι το μέγιστο. Αυτό που χρειάζεται δεν είναι ελεημοσύνη, αλλά ένα συνεκτικό κράτος που δεν ξεχνά. Το Εθνικό Ταμείο είναι ένα πρώτο, αναγκαίο βήμα προς την αλήθεια, ότι δηλαδή οι άνθρωποι αυτοί κουβαλούν καθημερινά το κόστος της κατοχής.
Αναγνωρίζοντας την επιτακτική οργή τονίζουμε ότι πενήντα ένα χρόνια μετά την εισβολή, χιλιάδες συμπολίτες μας συνεχίζουν να κουβαλούν μια σιωπηλή, αλλά βαθιά πληγή για την απώλεια χρήσης των περιουσιών τους στα κατεχόμενα. Δεν πρόκειται απλώς για ακίνητα. Είναι σπίτια, χωράφια, αυλές και μνήμες που έμειναν εγκλωβισμένες πίσω από την πράσινη γραμμή. Η Πολιτεία, εμείς δηλαδή, οφείλουμε, έστω και τώρα, να αναγνωρίσει αυτή την αδικία. Με την πρόταση νόμου δίνουμε ένα θεσμικό εργαλείο στήριξης και ηθικής αποκατάστασης για τους ιδιοκτήτες που για μισό και πλέον αιώνα στερούνται αυτό που τους ανήκει.
Δεν μιλάμε για αποζημίωση κυριότητας, ούτε για υποκατάσταση της πολιτικής λύσης του Κυπριακού. Δεν παραχωρούμε, δεν αναγνωρίζουμε την κατοχή. Μιλάμε για δικαιοσύνη. Το Ταμείο αυτό μπορεί να προσφέρει μέσα από σχετικούς Κανονισμούς πρακτικές διευκολύνσεις, φορολογικά κίνητρα, συμψηφισμούς οφειλών στη βάση απώλειας εισοδημάτων, ενισχύσεις στέγασης, προτεραιότητες κοινωνικής πολιτικής, αλλά κυρίως, θα προσφέρει σεβασμό!
Είναι καιρός να δείξουμε ότι δεν ξεχάσαμε όσους έμειναν χωρίς σπίτι, χωρίς χωράφι, χωρίς δικαίωμα στη χρήση. Το οφείλουμε στις προηγούμενες γενιές, αλλά και σε όσους σήμερα δεν έχουν δει ποτέ ή συνδεθεί επαρκώς με τη γη των παππούδων τους.
Το Εθνικό Ταμείο δεν είναι το τέλος του δρόμου. Είναι μια αρχή εθνικής ευθύνης και αξιοπρέπειας.
Ο Γιώργος Κάρουλλας είναι Αντιπρόεδρος ΔΗ.ΣΥ., Βουλευτής Εκλογικής Περιφέρειας Αμμοχώστου