Η συμμετοχή μου στο πρόσφατο δικοινοτικό σεμινάριο με θέμα την πολυγλωσσία σε δημόσιους χώρους αποτέλεσε την αφορμή για έναν βαθύτερο παιδαγωγικό και κοινωνιογλωσσικό προβληματισμό γύρω από τον ρόλο των πινακίδων, της τέχνης του δρόμου, του γκράφιτι και των επιγραφών ως ζωντανό εργαλείο εκμάθησης ξένων γλωσσών και ιδιαίτερα των Αγγλικών. Σε μια εποχή όπου οι μαθητές/ιες της Γενιάς Z και της αναδυόμενης Γενιάς Α τείνουν να καταναλώνουν κυρίως οπτικοακουστικά ερεθίσματα και σύντομα αποσπάσματα πληροφορίας, η εκπαιδευτική κοινότητα καλείται να επανεξετάσει τις μεθόδους διδασκαλίας και να αξιοποιήσει την καθημερινή πραγματικότητα ως αυθεντικές μαθησιακές πηγές.
Το σεμινάριο, το οποίο εστίασε στην πολυγλωσσία σε περιοχές με ιστορική και κοινωνική σύγκρουση, ανέδειξε τον τρόπο με τον οποίο οι δημόσιες επιγραφές αποτελούν ταυτόχρονα εργαλείο επικοινωνίας, πολιτισμικό δείκτη και μέσο ταυτότητας. Στην Κύπρο ειδικότερα, όπου οι δύο επίσημες γλώσσες, Ελληνικά, Τουρκικά, και τα Αγγλικά ως πρώτη ξένη γλώσσα συνυπάρχουν σε διαφορετικό βαθμό ορατότητας ανάλογα με την περιοχή, οι πινακίδες λειτουργούν ως βιωματικά παραδείγματα γλωσσικής πραγματικότητας. Η ορατότητα των γλωσσών διαφέρει μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας, της νεκρής ζώνης και των κατεχόμενων περιοχών, φανερώνοντας όχι μόνο την πολιτική, κοινωνική και ιδεολογική δομή κάθε περιβάλλοντος, αλλά και την επιχειρηματική και τουριστική στόχευση.
Στο πλαίσιο της διδασκαλίας Αγγλικών οι επιγραφές μπορούν να αξιοποιηθούν παιδαγωγικά, γιατί προσφέρουν αυθεντικές επικοινωνιακές περιστάσεις, λειτουργικό λεξιλόγιο και πραγματικούς γλωσσικούς συνδυασμούς. Οι μαθητές έρχονται σε επαφή με εκφράσεις, όπως οδηγίες, προειδοποιήσεις, εμπορικά μηνύματα, τουριστικές κατευθύνσεις και κοινωνικά συνθήματα, τα οποία προσφέρουν άμεση σύνδεση με τη χρήση της γλώσσας στον πραγματικό κόσμο. Μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα το μήνυμα των πινακίδων, δηλαδή η ειρήνη, πολιτικό, διχαστικό ή ακόμα και ρατσιστικό περιεχόμενο.
Επιπλέον, οι πινακίδες μπορούν να αποτελέσουν αφορμή ανάπτυξης κριτικού γραμματισμού. Οι μαθητές καλούνται να αναρωτηθούν για την επιλογή γλωσσών, την παρουσία ή απουσία κάποιας λόγω φοβίας για απώλεια πελατείας ή πρόκλησης του κοινού αισθήματος, αλλά και την ποιότητα της μετάφρασης. Με αυτό τον τρόπο, η διδασκαλία μετατρέπεται σε μια πολυεπίπεδη διαδικασία συνύπαρξης γλωσσομάθειας, πολιτισμικής κατανόησης και κοινωνικής επίγνωσης.
Το δικοινοτικό σεμινάριο ανέδειξε επίσης τη δύναμη της γλώσσας ως μέσου γεφύρωσης αντί διαχωρισμού, αφού ακόμη και μέσα σε περιβάλλοντα φθοράς και ιστορικής μνήμης η γλώσσα και η επικοινωνία μπορούν να αποτελέσουν σημάδια ζωής, ελπίδας και αναγέννησης. Αντιστοίχως, στη σχολική κοινότητα η χρήση των δημόσιων σημάνσεων μπορεί να ενισχύσει τη συνεργασία, τη δημιουργικότητα και την αυθεντική συμμετοχή στη μάθηση. Οι εκπαιδευόμενοι εξελίσσονται σταδιακά σε εξαιρετικούς ακροατές και θεατές, αφού κατανοούν και συγκρατούν ευκολότερα λεξιλόγιο και ορολογίες, όταν τις βλέπουν και τις ακούν ταυτόχρονα.
Καταλήγοντας, το καθημερινό περιβάλλον μάς παρέχει ανεξάντλητα μαθησιακά εφόδια. Είναι καθήκον του σύγχρονου εκπαιδευτικού να τα αναγνωρίζει, να τα αξιοποιεί και να εμπνέει τους/τις μαθητές/ιες να τα αντιλαμβάνονται όχι απλώς ως πληροφορίες, αλλά ως γέφυρες γνώσης, πολιτισμού και κατανόησης.
Σήμερα, που ο κόσμος έχει γίνει αφιλόξενος, όπως είπε ο συγγραφέας του βιβλίου «Πλούτος και Ανισότητα» Zygmunt Bauman, νιώθουμε ότι μας περιτριγυρίζουν ανταγωνιστές στο ατέλειωτο παιχνίδι της επικράτησης, με αποτέλεσμα η ακαδημαϊκή ανάγνωση μεγάλων κειμένων τείνει να περιορίζεται συνεχώς και η προσοχή στρέφεται προς σύντομα, δυναμικά και οπτικά ελκυστικά ερεθίσματα, όπως τίτλοι, σύμβολα, εικόνες και πινακίδες.
Υπό αυτό το πρίσμα, οι εκπαιδευτικοί καλούνται να προσαρμόσουν τις μεθόδους τους, ώστε η μάθηση να είναι βιωματική (experiential learning), αυθεντική και συνδεδεμένη με την πραγματικότητα των μαθητών. Οι πινακίδες αποτελούν ένα ζωντανό παράδειγμα του λεγόμενου «linguistic landscape», δηλαδή του τρόπου με τον οποίο οι γλώσσες αποτυπώνονται, συνυπάρχουν και ανταγωνίζονται στον δημόσιο χώρο.
Οι μαθητές πρέπει να έρθουν σε επαφή με αυθεντικές πηγές, έτσι ώστε η εκπαίδευση να μην περιορίζεται στο σχολικό βιβλίο, αλλά να επεκτείνεται σε μια μορφή πραγματικής ζωής. Στον σημερινό κόσμο της ανάπτυξης, της κατανάλωσης, του ανταγωνισμού και του δόγματος «ο καθένας για τον εαυτό του» οι πινακίδες λοιπόν μπορούν να αποτελέσουν πηγή γλωσσικής εξερεύνησης και πνευματικής ανάπτυξης, ως χαραμάδα ελπίδας σε μια κοινωνία που περιορίζεται στις επικεφαλίδες και τίτλους, όπως επεσήμανε ο συγγραφέας D.W.Winnicott.
Άντρος Γ. Καραγιάννης, τέως Δήμαρχος Δερύνειας
Καθηγητής Αγγλικών με Σύμβαση, Γυμνάσιο Νεάπολης Λεμεσού











