Η Τουρκική εισβολή στην Κύπρο με την ονομασία «Αττίλας» ξεκίνησε την αυγή της 20ης Ιουλίου 1974, με χερσαίες και αεροπορικές επιχειρήσεις. Σε αυτήν συμμετείχαν συνολικά περίπου 40.000 άνδρες υπό τη διοίκηση του αντιστρατήγου Νουρετίν Ερσίν. Η Τουρκία υποστήριξε ότι δεν επρόκειτο για εισβολή, αλλά για «ειρηνική επέμβαση», που σκοπό είχε την επαναφορά της συνταγματικής τάξης στην Κύπρο μετά το Πραξικόπημα κατά του Μακαρίου που έλαβε χώρα στις 15 Ιουλίου 1974.
Το χρονικό της εισβολής
Τα τουρκικά σκάφη άρχισαν να αποβιβάζουν δυνάμεις στην περιοχή Πέντε Μίλι, 8 χιλιόμετρα δυτικά της Κερύνειας, λίγο μετά τις 5 τα ξημερώματα της 20ης Ιουλίου, την ίδια στιγμή που τους αιθέρες «έσχιζαν» τουρκικά αεροπλάνα τα οποία βομβάρδιζαν συνεχώς την ευρύτερη περιοχή της Κερύνειας και την Λευκωσία, ενώ άλλα αεροσκάφη και ελικόπτερα έριχναν αλεξιπτωτιστές σε κρίσιμα σημεία των πόλεων. Οι κάτοικοι βρέθηκαν κυριολεκτικά στο έλεος των εισβολέων, άοπλοι πολίτες δολοφονήθηκαν, γυναίκες βιάστηκαν και αιχμάλωτοι στρατιώτες εκτελέστηκαν εν ψυχρώ.
Η Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι γνώριζε τις κινήσεις των Τούρκων, θεωρώντας ότι μπλόφαραν, άργησε να κινητοποιηθεί. Συγκεκριμένα, στις 8:40 το πρωί, τέσσερις ώρες δηλαδή αργότερα από την στιγμή που οι εισβολείς πάτησαν το πόδι τους στα Κυπριακά εδάφη, η Αθήνα αποφάσισε να δώσει και επισήμως την εντολή εφαρμογής των πολεμικών σχεδίων, ενώ το ελληνικό ραδιόφωνο μετέδωσε την είδηση της εισβολής γύρω στις 11 το πρωί.
Αυτή η καθυστερημένη κινητοποίηση της Αθήνας, έδωσε τη δυνατότητα στους Τούρκους εισβολείς να παγιώσουν τις θέσεις τους και να δημιουργήσουν προγεφύρωμα από το Πέντε Μίλι της Κερύνειας προς τον Άγιο Ιλαρίωνα, με στόχο να συνδέσουν την Κερύνεια με τον τουρκοκυπριακό θύλακο της Λευκωσίας.
Οι μονάδες της Εθνικής Φρουράς και της ΕΛΔΥΚ, άρχισαν να πολεμούν χωρίς να διαθέτουν αεροπορική κάλυψη και σύγχρονο οπλισμό, ενάντια σε ένα άρτια εξοπλισμένο στρατό. Αριθμούσαν μόλις 12.000 άνδρες συνολικά, οι οποίοι ήταν υπό τη διοίκηση του ταξιάρχου Μιχαήλ Γεωργίτση.
Αργά το βράδυ της ίδιας μέρας, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ εξέδωσε το υπ’ αριθμόν 353 ψήφισμα, με το οποίο καλούσε σε κατάπαυση του πυρός και σε αποχώρηση από την Κύπρο του «ξένου στρατιωτικού δυναμικού». Παρά την ομόφωνη έγκριση του ψηφίσματος, η Τουρκία το αγνόησε και συνέχισε τους βομβαρδισμούς με μοναδικό στόχο να εφαρμόσει τα σχέδια της.
Οι μάχες συνεχίστηκαν και την επόμενη μέρα, 21 Ιουλίου. Στόχος των ελληνικών δυνάμεων που θα έφταναν στην Κύπρο ήταν να αποκόψουν τον τουρκοκυπριακό θύλακο της Λευκωσίας από το προγεφύρωμα της Κερύνειας. Οι Έλληνες στρατηγοί, ωστόσο, προβλέποντας ότι μια επέμβαση στην Κύπρο θα αποτύγχανε, διατάξαν τα δύο ελληνικά υποβρύχια που έπλεαν προς την Κερύνεια να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Την στιγμή, που η τουρκική αεροπορία παρά την αριθμητική της υπεροχή και την υπεροχή που είχε σε θέματα οπλισμού, λόγω ασυνεννοησίας βύθισε το αντιτορπιλικό Κοτσατεπέ (D-354), διότι νόμιζε ότι ήταν ελληνικό πλοίο και προκαλεί ζημιές σε άλλα δύο τουρκικά αντιτορπιλικά.
Την ίδια μέρα, οι Αμερικάνοι προσπάθησαν να επιτύχουν ανακωχή στο νησί. Ο Σίσκο, που πηγαινοερχόταν μεταξύ Αθηνών και Άγκυρας, δεν κατάφερε να διαπραγματευθεί με κάποιον αρμόδιο μέχρι που τελικά μέσω τηλεφωνικής επικοινωνίας συμφωνεί με τον αρχηγό του Ναυτικού, ναύαρχο Πέτρο Αραπάκη, όπως η ανακωχή ισχύσει από τις 4 το απόγευμα της 22ας Ιουλίου.
Την επόμενη μέρα, στις 2 τα ξημερώματα, 12 ελληνικά αεροσκάφη τύπου Νοράτλας, που μετέφεραν καταδρομείς στο νησί, χτυπιούνται κατά λάθος από φιλικά πυρά κοντά στο αεροδρόμιο Λευκωσίας, με αποτέλεσμα το ένα από αυτά να καταρριφθεί και άλλα δύο να πάθουν σοβαρές ζημιές. Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας, οι Τούρκοι εντείνοντας τις επιχειρήσεις τους καταφέραν να καταλάβουν την πόλη της Κερύνειας.
Στις 4 το απόγευμα, όπως είχε συμφωνηθεί, άρχισε η ανακωχή, η οποία βέβαια παραβιάστηκε αρκετές φορές από την τουρκική πλευρά. Μέχρι εκείνη την στιγμή οι τούρκοι ελέγχαν το 3% του Κυπριακού εδάφους έχοντας δημιουργήσει προγεφύρωμα ανάμεσα στην Κερύνεια και τον τουρκοκυπριακό θύλακο της Λευκωσίας. Ο Εφιάλτης είχε μόλις αρχίσει….