Άστοχη είναι «η σύγκριση τιμών ηλεκτρικής ενέργειας μεταξύ της Κύπρου και διαφόρων χωρών χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαιτερότητες και το κόστος παραγωγής κάθε χώρας» αναφέρει η ΑΗΚ, σημειώνοντας ότι «η Κύπρος είναι ένα μικρό, απομονωμένο σήμερα ηλεκτρικό σύστημα, χωρίς διασύνδεση με άλλα ηλεκτρικά δίκτυα, συνεπώς είναι επιβεβλημένες οι συνεχείς επενδύσεις σε υποδομές προκειμένου να ανταποκρίνεται στις μεταβαλλόμενες ανάγκες ζήτησης ηλεκτρικού φορτίου».
Σύμφωνα με ανακοίνωση της ΑΗΚ «τα επίπεδα 2018 – 2019 βρίσκονται οι τρέχουσες τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος σημειώνοντας παράλληλα μείωση 2% σε σύγκριση με την προηγούμενη διμηνία».
Επίσης, «κατά τη διάρκεια του 2020, και ειδικότερα τους μήνες Μάρτιο-Μάϊο, η τιμή των καυσίμων διεθνώς ήταν σε πρωτόγνωρα χαμηλά επίπεδα κάτι που οφειλόταν στην πολύ περιορισμένη ζήτηση καθώς, λόγω της πανδημίας, η παγκόσμια βιομηχανική, επιχειρηματική και οικονομική δραστηριότητα συρρικνώθηκε».
Η ΑΗΚ αναφέρει ότι «από το καλοκαίρι του 2020, και με τη σταδιακή επαναφορά μιας μορφής κανονικότητας στην παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα και στη λειτουργία των κοινωνιών, παρατηρείται μία συστηματική, σταδιακή αύξηση στην τιμή των υγρών καυσίμων».
Ενδεικτικά, «η τρέχουσα, τον Σεπτέμβριο του 2021, τιμή καυσίμων, παρουσιάζει πολύ σημαντική αύξηση σε σχέση με την πρωτόγνωρα χαμηλή τιμή κατά το 2020, ενώ είναι επίσης ελαφρά αυξημένη σε σχέση με τις τιμές του 2018 και 2019».
Σύμφωνα με την ΑΗΚ «ένας επιπλέον παράγοντας που συνέτεινε στην αύξηση της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας και άρα στην αύξηση της ζήτησης και παραγωγής στην Κύπρο, είναι ο παρατεταμένος φετινός καύσωνας που οδήγησε σε μεγαλύτερη χρήση των κλιματιστικών μηχανημάτων σε σχέση με προηγούμενες καλοκαιρινές περιόδους».
Επίσης, «η τελική τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό και από την τιμή αγοράς δικαιωμάτων εκπομπής θερμοκηπιακών αερίων, και συγκεκριμένα εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, σύμφωνα με πολιτική που αφορά όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ, και φυσικά και την Κύπρο».
Η ΑΗΚ εξηγεί ότι «με βάση τις ποσότητες των καυσίμων που καταναλώνονται, υπολογίζονται και πιστοποιούνται οι εκπομπές σε τόνους διοξειδίου του άνθρακα και τα αντίστοιχα δικαιώματα εμπορεύονται μέσω ειδικής πλατφόρμας αγοράς δικαιωμάτων».
Σημειώνεται ότι «οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα αναμένεται να μειωθούν περίπου κατά 25%-30% με την έλευση και χρήση του Φυσικού Αερίου, ενώ περαιτέρω μείωση θα προκύψει με την αυξημένη διείσδυση των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή».
Καταλήγοντας η ΑΗΚ δηλώνει πως κατανοεί απολύτως τον προβληματισμό των καταναλωτών γύρω από την τιμή ενός αγαθού ζωτικής σημασίας όπως το ηλεκτρικό ρεύμα» και σημειώνει ότι «επιδίωξη όλων μας είναι η σταδιακή απεξάρτηση της ηλεκτροπαραγωγής από τα υγρά καύσιμα, έτσι ώστε η επίδραση του κόστους τους να είναι όσο το δυνατό μικρότερη στη διαμόρφωση της τιμής του ρεύματος».