Μάνα κουράγιο! Αλήθεια πόσο διαφορετική είναι η δική μας Μάνα κουράγιο από την ηρωίδα του Μπρέχτ! Η Άννα Φίρλινγκ, η κατεξοχήν αρνητική ηρωίδα του Μπρεχτ με το παραπλανητικά συναισθηματικό όνομα Κουράγιο, μάνα τριών παιδιών από…. τέσσερις πατεράδες, εμπόρισσα που ζει από τον πόλεμο, παθαίνει από αυτόν όσα αντέχει και δεν αντέχει άνθρωπος, αλλά δεν μαθαίνει.
Η δική μας Μάνα κουράγιο γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό, βορειοδυτικά του Λευκονοίκου μας, τις Γούφες, σε ένα παραδεισένιο περιβάλλον, στις νότιες υπώρειες του γίγαντά μας με τα πέντε δάκτυλα, σε μια γεωργική οικογένεια. Ήταν κόρη του μουκτάρη του χωριού και πολύ μικρή έχασε τη μητέρα της. Ξαναπαντρεύτηκε ο πατέρας της και έκανε και άλλα παιδιά που η μικρή Φοίβη τα πρόσεχε και τα αγαπούσε.
Πολύ πρόσφατα συναντηθήκαμε. Έχασε την πρωτοκόρη της. Μια αιθέρια ύπαρξη, μια νεράϊδα αραχνοΰφαντη, που ήταν η προσωποποίηση της καλοσύνης και της γλυκύτητας. Η Νίτσα μας ήταν λες όλη ένα χαμόγελο. Δασκάλα των δασκάλων στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, διευθύντρια που ήταν όλη μια αγκαλιά για τα παιδιά του κόσμου και τους/τις συναδέλφους της. Είπαμε πολλά για τη Νίτσα μας στην κηδεία. Συνοπτικά, ήταν φορέας της κουλτούρας του Γυμνασίου του Λευκονοίκου μας και είχε τον αξιακό κώδικα της Μεσαορίας μας.
Μέσα στην εκκλησία η μάνα Φοιβού ήταν μια φιγούρα αξιοπρεπέστατη, παρόλο που το πρόσωπό της ήταν όλο μια οδύνη. Σχεδόν σερνόταν μέχρι τον τάφο που θα δεχόταν το άψυχο σώμα της κόρης της. Το χώμα που πριν από τρία χρόνια δέχτηκε τα κόκκαλα του μοναχογιού της, του Λοΐζου, και του άντρα της, του Μιχάλη, που ανευρέθηκαν και ταυτοποιήθηκαν με τη γνωστή μέθοδο. Τους δολοφόνησαν το 1974 κάποιοι Τουρκοκύπριοι για να εκδικηθούν κάποια στυγερά και ειδεχθή εγκλήματα των δικών μας στη Μαράθα και τον Σανταλάρη. Ήταν τα εξιλαστήρια θύματα του παραλογισμού του πολέμου.
Οι Γούφες ήταν ένα μικτό χωριό, με πολύ λίγους Ελληνοκύπριους, που στο πέρασμα των χρόνων μετοίκησαν στο Λευκόνοικο. Ο μόνος που εξακολουθούσε να μένει στο χωριό του ήταν ο Μιχάλης Λοΐζου, ο γνωστός μας Χαΐλής με τη γυναίκα του, τη Φοιβού. Είχε άριστες σχέσεις με τους Τουρκοκυπρίους, κάποιους από τους οποίους είχε στη δούλεψή του και τους φρόντιζε.
Οι κόρες του και ο γιος του, μόλις τελείωναν το δημοτικό σχολείο, μετακόμιζαν στο Λευκόνοικο για να φοιτήσουν στο Γυμνάσιο. Το 1973, ο μικρός Λοΐζος, έφυγε από το Γυμνάσιο Λευκονοίκου και φοιτούσε στην Α΄ Λυκείου του Παγκυπρίου Γυμνασίου. Ζούσε στη Λευκωσία με την αδελφή του Χρύσω και γύρισε τον Ιούλιο στο χωριό για να βοηθήσει τους γονείς του στα χωράφια και στη μάντρα με τα ζώα.
Τίποτα δεν προοιωνιζόταν το κακό που θα ερχόταν. Με τη δεύτερη εισβολή, όταν όλοι φύγαμε, ο Χαϊλής ένιωθε ασφαλής με τους φίλους του τουρκοκύπριους. Μέχρι μια μέρα που όρμησαν στο σπίτι τους τουρκοκύπριοι και άρπαξαν πατέρα και γιο, μπροστά στα έκπληκτα μάτια της Φοιβούς. Δεν ήξερε πού τους είχαν. Δεν ήξερε τι απέγιναν. Μια μέρα της είπαν να ετοιμαστεί και θα την πάρουν κάπου αλλού. Την μετέφεραν στον Μαραθόβουνο και ύστερα στη Γύψου, πριν την φέρουν στις ελεύθερες περιοχές.
Μετά την κηδεία της κόρης της, όταν κάθισε και ξαπόστασε, μιλήσαμε. Δοξάζει τον Θεό συνεχώς. Η Μάνα κουράγιο δέχεται το θέλημά του, παρόλο τον αβάστακτο πόνο, γιατί ξέρει ότι Αυτός ξέρει καλύτερα. Μιλά με αγάπη για κάποιους τουρκοκύπριους που τη βοήθησαν στα δύσκολα. Ήταν αυτοί που ήταν και στην κηδεία και τους βοήθησαν και στην ανεύρεση των οστών των ανθρώπων τους.
Μας είπε κι άλλα η δική μας Μάνα κουράγιο που ο πόλεμος δεν την αλλοτρίωσε, αλλά μαλάκωσε πιο πολύ την καρδιά της και συγχωρεί όλο τον κόσμο, ακόμη και όσους την έβλαψαν. Όλα τα αφήνει στην Πρόνοια του Θεού τον οποίον εμπιστεύεται!
Η Ζήνα Λυσάνδρου Παναγίδη είναι Δήμαρχος Λευκονοίκου