Μεγάλωσα σε ένα σπίτι, όπου η μητέρα μου στον ελεύθερό της χρόνο καθόταν στον αργαλειό, τον οποίο είχε στημένο στο τέταρτο υπνοδωμάτιο του σπιτιού μας, και ύφαινε την προίκα μας, του αδελφού μου κι εμένα. Έτσι ένιωθε. Ό,τι έκανε για την κόρη, τα ίδια έπρεπε να γίνουν και για τον γιο, για τη νύφη τους. Όμορφες συνήθειες, βασισμένες στη δικαιοσύνη!
Μην σας πω ότι στη Μεσαορία τα παλιά χρόνια οι γιοι έπαιρναν τη μερίδα του λέοντος από την περιουσία. Κυρίως οι γεωργοί ως περήφανοι αφέντες της γης, εκτός από τα χωράφια τους, έπρεπε να κτίσουν το σπίτι τους και να έρθει κυρά και αφέντισσα η γυναίκα τους στο σπίτι. Μια σύγκριση με τους προικοθήρες της εποχής μας, αποδεικνύει το ήθος και την αρχοντιά των ανθρώπων της γης μας.
Επανέρχομαι στην υφαντική τέχνη της κωμόπολής μας η οποία ξεκινά από τον 7ο π.Χ. αιώνα, όταν οι ειδωλολάτρες πρόγονοί μας κατοικούσαν στον οικισμό της Αγίας Κινούσας, όπως ονομάστηκε αργότερα, νότια του σημερινού Λευκονοίκου, εκεί που υπήρχε το ξωκκλήσι μας της Αγίας Ζώνης. Τώρα τη θέση του πήρε το παράνομο αεροδρόμιο και τα drones. Με την επικράτηση του Χριστιανισμού, μετακινήθηκαν λίγο βορειότερα, και μαζί τους πήραν και την υφαντική τους τέχνη με τα πολύχρωμα υφαντά.
Αυτή η τέχνη που πήγαινε από μάνα σε κόρη και έφτιαχναν τις προίκες τις ξακουστές. Οι γιαγιάδες μας είχαν τις βούφες, όπου κάθονταν στη γη, και οι μανάδες μας τους αργαλειούς. Η γιαγιά μου η Μαρή που, σαν πέθανε ο παππούς Γιαννής Καμιντζής, έδωσε το σπίτι της στον γιο της και έμενε δίπλα σε ένα μικρό σπιτάκι απέναντι από την εκκλησία του Σωτήρος, έφτιαξε κι εκεί τη βούφα της.
Όλη μέρα γυρνούσε στα σπίτια των τριών παιδιών της αλλά και των δύο αδελφιών της για να τους συντρέξει, να βοηθήσει στις δουλειές, τα βράδια όμως έμπαινε στη βούφα της και ύφαινε. Για τα εγγόνια της.
Αυτή την τέχνη, κάποιες γυναίκες στο Λευκόνοικο την είχαν ως κύρια απασχόληση. Από αυτήν βιοπορίζονταν. Πασίγνωστες ήταν οι Πογιατζιήνες, οι γνωστές υφάντριες, μια από τις οποίες, η μ. Θεανώ, χάρισε το τελευταίο φακωτό υφαντό του Λευκονοίκου, πριν σταματήσει τον αργαλειό της, στο Πολιτιστικό Ίδρυμα της Τράπεζας Κύπρου, στο οποίο εργαζόταν η ανιψιά της κ. Μαρία Ιακώβου.
Μια άλλη υφάντρια ήταν η μ. Ειρήνη Χατζηπαντελή η οποία με την τέχνη της σπούδασε τον γιο της Μαθηματικό στην Αθήνα, αφού ο άντρας της δεν μπορούσε να εργαστεί. Τελείωνε Μαθηματικός και χάθηκε στον Κουτσοβέντη, όταν άρχισε η άτακτη υποχώρηση…
Πολλές από τις γυναίκες μας έστησαν ξανά τους αργαλειούς τους στους προσφυγικούς συνοικισμούς που κατέληξαν, και από εκεί που στο Λευκόνοικο έφτιαχναν μόνο τις προίκες των παιδιών τους, στην προσφυγιά αυτό έγινε βιοπορισμός, βοήθησε τον οικογενειακό προϋπολογισμό.
Δυστυχώς, όμως, οι πιο νέες γυναίκες με την προσφυγιά και τα προβλήματα επιβίωσης, δεν ασχολήθηκαν με την υφαντική τέχνη. Έτσι, με τα χρόνια έφυγαν η μια μετά την άλλη οι υφάντριες, με τελευταία τη μητέρα μου που έφυγε τέλος του 2018, στα 96 χρόνια της. Σήμερα, ζει μόνο μία υφάντρια από τις παλιές, πέραν των 90 ετών.
Δικό μου όνειρο ήταν από χρόνια να αναβιώσουμε αυτή την τέχνη και να την εγγράψουμε στον Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ. Γι’ αυτό και από την πρώτη στιγμή που εκλέγηκα Δήμαρχος άρχισα τις προσπάθειες. Αρωγός μας ήρθε η Υπηρεσία Χειροτεχνίας. Βρέθηκε και μια αγαπημένη μου μαθήτρια, με καταγωγή εκ μητρογονίας από το Λευκόνοικο, η Μαρία Χατζημηνά, πτυχιούχος Μαθηματικός, η οποία ενθουσιάστηκε τόσο πολύ από την υφαντική και από το λευκονοικιάτικο υφαντό, ώστε συνεχίζει για να μάθει περισσότερα μυστικά της τέχνης μας.
Λόγω της πανδημίας, δεν μπόρεσαν να παρακολουθήσουν τα μαθήματα και άλλες κοπέλες μας. Ελπίζουμε να μπορέσουν σύντομα.
Επιλογικά, είμαι πολύ χαρούμενη και συνάμα περήφανη, γιατί ένα όνειρό μου εκπληρώθηκε. Η τέχνη μας η προγονική συνεχίζεται και στη μετοικεσία μας. Νέες γυναίκες που δεν γνώρισαν το Λευκόνοικο, θα το αγαπήσουν μέσω αυτής της παραδοσιακής τέχνης με τα όμορφα λαμπερά χρώματα! Της τέχνης μας που με τα έργα των γυναικών μας στόλιζε και λάμπρυνε τα νοικοκυρεμένα σπιτικά μας.