Θυμάμαι τον μακαριστό ξάδελφό μου Πανίκκο Λυσάνδρου, γιο του θείου μου του Αλέξαντρου (Αλεξαντρή τον ήξεραν στο Λευκόνοικο), ο οποίος σπούδαζε Νομικά στην Αθήνα την εποχή Γεωργίου Παπανδρέου, του Γέρου της Δημοκρατίας, ο οποίος πολλές φορές μου έλεγε ότι πήγαιναν ως φοιτητές στην Ελληνική Βουλή για να απολαύσουν τους ρήτορες βουλευτές, τους νομικούς περιωπής, τους πεπαιδευμένους, τους διαβασμένους, τους πραγματικά μορφωμένους με παιδεία, σωφροσύνη, διαύγεια πνεύματος, σοφία, ευφράδεια, ευγλωττία, τους μελίρρυτους.
Έτσι θεωρούσα κι εγώ στα νιάτα μου το λειτούργημα του νομικού. Ο νομικός πίστευα πρέπει να διακρίνεται στις αίθουσες των δικαστηρίων, να κρίνεται από τη δύναμη των επιχειρημάτων του, την ευστροφία του, την ετοιμότητα και την ευφυία του, την ακατάπαυστη μελέτη και την αφοσίωσή του στην επιστήμη του, το ήθος, την ακεραιότητα και την ευσυνειδησία του, τη συνέπεια, την εργατικότητα, την επιστημοσύνη του κ.ά.
Μεγαλώνοντας, άρχισα να αναθεωρώ τις απόψεις της νεότητάς μου. Μια κοινωνιολογική παρατήρηση μάς πείθει ότι πετυχημένοι νομικοί είναι όσοι κατάφεραν να πιάσουν την καλή. Αυτό, βεβαίως, ισχύει για όλα τα επαγγέλματα. Κριτήριο είναι το πόσα χρήματα «έβγαλες», ασχέτως από τον «τρόπο» και την προσπάθεια που κατέβαλες. Κριτήριο είναι οι οικονομικές αξίες. Η ύλη και όχι ο άνθρωπος και οι αξίες του.
Είμαστε στην εποχή του «φαίνεσθαι», του «έχειν» και όχι του «είναι». Μας το έχει πει και ο μεγάλος Γερμανός διανοητής, ψυχολόγος και ανθρωπιστής, Έριχ Φρομ. Παρατηρούμε σήμερα ότι το πνεύμα παραγκωνίζεται και αυτό που κερδίζει τις εντυπώσεις είναι το «φαίνεσθαι»: τα κτήρια, σπίτια, οι πισίνες, τα αυτοκίνητα, τα τιμαλφή, τα αξεσουάρ, τα ρούχα επώνυμων οίκων, τα παπούτσια, οι τσάντες επώνυμων οίκων… Αυτό είναι το φυσιολογικό σήμερα σε μια αλλοτριωμένη κοινωνία που εκτονώνεται από το άγχος της, ικανοποιώντας το ακόρεστο αίσθημα για απόκτηση όλο και περισσότερων υλικών αγαθών, λες και θα ζήσουμε αιώνια.
Παρατηρούμε, λοιπόν, σήμερα ανθρώπους, και των δύο φύλων, που προβάλλονται ως επιτυχημένοι δικηγόροι, αφού διατυμπανίζουν με όλα τα μέσα τον πλούτο τους, κι όμως εμβρόντητοι και ενεοί, αντιλαμβανόμαστε ότι δεν μπορούν να αρθρώσουν σωστά μια πρόταση στα ελληνικά. Πόσο μάλλον να αγορεύσουν και να κερδίσουν δίκες εντός των δικαστηρίων! Άρα, ο πλούτος αποκτήθηκε εκτός των δικαστηρίων…
Τότε είναι που αναφωνείς: «O tempora, o mores!».