Εν αναμονή των αποφάσεων της Κυβέρνησης για τα πρώτα σταδιακά μέτρα χαλάρωσης και σταθερής μετάβασης στην κανονικότητα, οι εστιάτορες και γενικότερα οι ιδιοκτήτες των κέντρων αναψυχής παραμένουν τελευταίοι στην «λίστα» των επιχειρήσεων που θα επανεκκινήσουν.
Σύμφωνα και με τα όσα λένε οι ειδικοί και οι επιδημιολόγοι τέτοιου είδους επιχειρήσεις δε πρόκειται να ανοίξουν ούτε στον πρώτο άλλα ούτε και στον δεύτερο γύρο χαλάρωσης των μέτρων εφόσον αφορούν την συνάθροιση πολλών ατόμων σε έναν συγκεκριμένο χώρο. Η επαναλειτουργία τους αναμένεται μετά τα μέσα Μαΐου με αρχές Ιουνίου.
Μιλώντας στην ΑυτοδιοίκησηCY, ιδιοκτήτης γνωστού εστιατορίου στην οδό Λήδρας, στην Λευκωσία, κ. Κωνσταντίνος Γεωργίου μοιράζεται όλες τις σκέψεις και τους προβληματισμούς που ενέχεται να έχει ένας επιχειρηματίας, ο οποίος αναγκάστηκε λόγω της κατάστασης που επικρατεί με τον κορωνοϊό να κλείσει τα μαγαζί του.
Αρχικά εξήγησε ότι σε πρώτο στάδιο (τις πρώτες 15 ημέρες μετά και από την έκδοση του διατάγματος στις 15 Μαρτίου) επέλεξε να μην κλείσει το εστιατόριο του και να συνεχίσει την λειτουργία της επιχείρησης του αξιοποιώντας την δυνατότητα της κατοίκων παράδοσης.
Στη συνέχεια ο κ. Γεωργίου εξήγησε ότι επέλεξε να αναστείλει τις εργασίες της επιχείρησης του για δύο σημαντικούς λόγους «η ασφάλεια του προσωπικού αλλά και των πελατών ήταν ο πρώτιστος λόγος, ο δεύτερος αφορά το να γνωρίζεις ποια είναι τα όρια και οι δυνατότητες σου, αποφάσισα να μειώσω το κόστος μου εφόσον πιο πολλά χρήματα θα έχανα αν έμενα ανοικτός παρά τώρα που το μαγαζί είναι κλειστό. Θα δουλεύαμε και θα εκθέταμε τους εαυτούς μας αλλά και τους πελάτες μας σε κίνδυνο χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος», σημείωσε χαρακτηριστικά.
Σε αυτό το σημείο υπογράμμισε μάλιστα, ότι όσα μέτρα και αν εφαρμόσει ένα μαγαζί σε θέμα ασφάλειας και υγιεινής αποδείχτηκε και από τα κρούσματα που ακούμε τις τελευταίες μέρες τα οποία εντοπίζονται σε διάφορες επιχειρήσεις, ότι δεν είναι αρκετά.
«Αυτό», όπως εξήγησε ο κ. Γεωργίου «οφείλεται στο ότι η ασφάλεια δεν περιορίζεται μόνο εντός των ωρών που εργάζεται ένας υπάλληλος, είναι και το τι κάνει ο καθένας στον προσωπικό του χρόνο, άρα ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος ότι ο κάθε ένας ακολουθεί τους κανόνες ασφαλείας πέραν των εργασιακών χώρων και αυτό είναι πάντα μία ανησυχία».
Στη συνέχεια ο κ. Γεωργίου αναφέρθηκε στην μεγαλύτερη ανησυχία που έχει ως ιδιοκτήτης μίας επιχείρησης η οποία δεν είναι άλλη από την επόμενη μέρα του κορωνοϊού.
«Η μοναδική μας σκέψη είναι η επόμενη μέρα, διότι η επόμενη μέρα είναι σαφώς πιο δύσκολη από αυτήν που περνάμε, γιατί τώρα έχουμε ενώπιων μας μία κατάσταση κακή μεν σταθερή δε, καταφέραμε να περιορίσουμε ορισμένα έξοδα, να κρατήσουμε όσο περνούσε από το χέρι μας το προσωπικό και τους πελάτες μας ασφαλείς και όταν καταλάβαμε ότι τα πράγματα χειροτερεύουν κλείσαμε την επιχείρηση μέχρι νεωτέρας, όλα αυτά είναι πράγματα τα οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να σου δώσει η επόμενη μέρα», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Πρόσθεσε δε ότι, επόμενη μέρα δεν σημαίνει ότι θα ανοίξουν όλες οι επιχειρήσεις και θα επιστρέψουν πίσω στην κανονικότητα τους από την μία στιγμή στην άλλη, «ναι, θεωρητικά σε κάποια φάση τα πράγματα θα καλυτερεύσουν, μέχρι ωσότου γίνει αυτό όμως; Μπορούμε να αντέξουμε;», ανάφερε.
«Σημασία δεν έχει αν θα ανοίξεις η όχι, σημασία έχει να ανοίξεις και να μπορείς να δουλέψεις κιόλας. Ο φόβος υπάρχει, οι περιορισμοί υπάρχουν άρα εννοείται ότι η δουλειά σου θα είναι μειωμένη εκ των πραγμάτων. Ο κύκλος εργασιών των δικών μας επιχειρήσεων θα αργήσει να αποκατασταθεί», επισήμανε ο κ. Γεωργίου.
Εξήγησε στη συνέχεια ότι, ο απλός κόσμος θα πληγεί σε μεγάλο βαθμό από όλη αυτή την κρίση και αν δεν θα είναι σε θέση να καλύψει τις βασικές του ανάγκες δεν πρόκειται να επισκεφτεί εστιατόρια και κέντρα αναψυχής και αυτό είναι κάτι που κατ επέκταση επηρεάζει όλη την οικονομία καθώς και τον κύκλο εργασιών πολλών επιχειρήσεων.
Ακόμη και όταν επιτραπεί από το κράτος το άνοιγμα των χώρων εστίασης, ο κ. Γεωργίου ανέφερε ότι θα σκεφτεί πάρα πολύ σοβαρά το πότε και αν θα επαναλειτουργήσει την επιχείρηση του εφόσον εξήγησε ότι «προτιμώ να γνωρίζω πως έχω ορισμένα σταθερά και αμετάβλητα έξοδα και να επωμιστώ εκείνο το συγκεκριμένο χρηματικό ποσό παρά να ανοίξω και να δουλεύω υποτονικά και το μόνο που θα καταφέρω να είναι η αύξηση των εξόδων που έχει η επιχείρηση μου τέλος του μήνα».
Σύμφωνα με τα λεγόμενα του κ. Γεωργίου, τα όσα μέτρα αποφασίστηκαν και εφαρμόστηκαν από την Κυβέρνηση και όλους τους αρμοδίους για στήριξη των επιχειρήσεων, δεν ήταν αρκετά ενώ οι επιχειρηματίες περίμεναν να ακούσουν ουσιαστική και συγκεκριμένη βοήθεια.
Συγκεκριμένα, εξήγησε ότι δεν ειπώθηκε τίποτα σχετικά με το ενοίκιο που πρέπει να πληρώνει μία επιχείρηση, η οποία λόγω των καταστάσεων παραμένει κλειστοί τα έξοδα της οποίας όμως εξακολουθούν να τρέχουν.
Την ίδια ώρα ο κ. Γεωργίου ανάφερε ότι δεν λήφθηκε κάποια απόφαση ούτε για το ζήτημα των κοινωνικών ασφαλίσεων.
«Μόνο αυτά τα δύο να λάβει κανείς υπόψη, αποτελούν τεράστια έξοδα για μία επιχείρηση η οποία παραμένει κλειστή και έχει μηδέν εισοδήματα. Δεν έδωσαν καμία αναστολή ούτε κάποια ελάφρυνση ειδικότερα και με το ζήτημα των κοινωνικών ασφαλίσεων. Εγώ προσωπικά κατέβαλα κανονικά το χρηματικό ποσό που αναλογούσε στην επιχείρηση μου τέλος Μαρτίου και καλούμε να καταβάλω κανονικά το αντίστοιχο ποσό τέλος Απριλίου. Όταν έδωσαν αναστολή εργασιών και δεν προσπάθησαν να βοηθήσουν ουσιαστικά, να βρουν μία μεθοδολογία για τα άμεσα οφειλόμενα μίας επιχείρησης τότε ναι με φοβίζει η επόμενη μέρα», υπογράμμισε.
Σε αυτό το σημείο ο κ. Γεωργίου ανάφερε ότι αισθάνεται έντονη ανησυχία και προβληματισμό και ότι «αυτό που το κάνει ακόμη πιο δύσκολο είναι ότι εκτός από γενικόλογα και κινήσεις εντυπωσιασμού από την πλευρά τον αρμοδίων δεν έχει γίνει τίποτα επί της ουσίας».
Στη συνέχεια εξήγησε ότι ο δρόμος που έχουμε να διανύσουμε είναι μακρύς και δύσκολος και ότι όλοι θέλουμε να βγούμε έξω, να επαναλειτουργήσουμε τις επιχειρήσεις μας και να πάμε πίσω στην κανονικότητα μας αλλά δεν πρέπει να παρασυρόμαστε και να αποπροσανατολιζόμαστε.
«Πρέπει να καταλάβουμε και να συνειδητοποιήσουμε την υπάρχουσα κατάσταση και ακόμη περισσότερο πρέπει να αντιληφθούμε την σοβαρότητα της κατάστασης και όσα θα έρθουν μαζί με την επόμενη μέρα του κορωνοϊού. Παραμένει ένας ιός και αν δεν αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά και ριζικά θα επανέλθει σε χειρότερο βαθμό τον χειμώνα», σημείωσε ο κ. Γεωργίου.
Σύμφωνα με τα λεγόμενα του, η κατάσταση θα είναι δύσκολη, πολλές επιχειρήσεις δεν θα καταφέρουν να επιβιώσουν και θα επιλέξουν να βάλουν λουκέτο στα μαγαζιά τους, ο μισθός πολλών υπαλλήλων θα μειωθεί ενδεχομένως να υπάρξουν και απολύσεις εφόσον μία επιχείρηση της οποίας ο κύκλος εργασιών της μειώθηκε σε μεγάλο βαθμό δεν θα χρειάζεται τον ίδιο αριθμό προσωπικού, η οικονομία στο σύνολο της θα επηρεαστεί και όχι μόνο στην Κύπρο αλλά σε όλο τον κόσμο.
«Θα είναι χειρότερα από την κρίση του 2013 γιατί τώρα δεν αφορά μόνο εμάς, δεν είμαστε ο ομφαλός της γης, τώρα έχει όλος ο κόσμος πρόβλημα», σχολίασε ο κ. Γεωργίου.
Πρόσθεσε ότι «αυτή είναι η επόμενη μέρα, δεν ανυπομονούμε για αυτήν, σίγουρα θέλουμε να επανέλθουμε στην κανονικότητα μας αλλά η επόμενη μέρα χωρίς τις σωστές λύσεις και χωρίς τις σωστές διευκολύνσεις θα είναι χειρότερη από την σημερινή που υπάρχει παντελώς στασιμότητα. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να ανοίξω και να παραμείνω ανοικτός. Για να πούμε ότι τα πράγματα μπήκαν σε ένα κανονικό επίπεδο θα μας πάρει το λιγότερο μέχρι τέλος του χρόνου και κάθε μέρα που περνά προσθέτει ως προς το πότε θα επανέλθουμε σε ένα σχετικά κανονικό ρυθμό. Για εμένα τώρα όσο ποτέ είναι που χρειάζεται ένα σοβαρό και ισχυρό κράτος το οποίο θα στηρίξει τους πολίτες όχι με λόγια αλλά έργα».
Τέλος, καταλήγοντας ο κ. Γεωργίου επισήμανε ότι η ψυχολογία παίζει σημαντικό ρόλο σε όλο αυτό που συμβαίνει και ότι αυτή τη στιγμή η ψυχολογία του κόσμου δεν είναι σε καλή κατάσταση. «πρέπει να προετοιμαστεί ο κόσμος σωστά, να του εξηγήσει κάποιος τι ακριβώς σημαίνει η επόμενη ημέρα, να αντιληφθεί τα όσα έπονται και την πραγματικότητα της κατάστασης που επικρατεί ώστε να είναι προετοιμασμένος».