Η αντίστροφη μέτρηση για την υλοποίηση της Μεταρρύθμισης της Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχει ήδη ξεκινήσει, αφού την 1η Ιουλίου του 2024 θα ισχύσει μια νέα τάξη πραγμάτων για Δήμους και Κοινότητες. Παρά το γεγονός ότι ο χρόνος που απομένει για ομαλή μετάβαση στα νέα δεδομένα είναι περιορισμένος, υπάρχουν ακόμη αρκετά σημαντικά ζητήματα ανοικτά προβληματίζοντας τους άμεσα εμπλεκόμενους για το μέλλον της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Η ανησυχία που προκύπτει, λαμβάνοντας υπόψη τα «αγκάθια» και τα άλυτα προβλήματα του όλου εγχειρήματος, αφορά το κατά πόσο τελικά η μεταρρύθμιση θα οδηγήσει σε απορρύθμιση, ιδιαίτερα τον πρώτο καιρό μετά την υλοποίηση της.
Στα μεγαλύτερα στοιχήματα της μεταρρύθμισης συμπεριλαμβάνεται η συνένωση τεσσάρων μεγάλων Δήμων (Λευκωσία, Έγκωμη, Αγλαντζιά και Άγιος Δομέτιος) για τη δημιουργία του νέου Δήμου Λευκωσίας.
Όπως είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, για να μπορέσει ο νέος Δήμος να λειτουργήσει απρόσκοπτα την 1η Ιουλίου του 2024, θα πρέπει να επιλυθούν άμεσα πολλές εκκρεμότητες για τις οποίες δεν έχει βρεθεί ακόμη η χρυσή τομή. Οι άμεσα εμπλεκόμενοι πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη ότι η κλεψύδρα της μεταρρύθμισης λιγοστεύει, γι’ αυτό και οι συνεδρίες των τεσσάρων Δήμων πρέπει να εντατικοποιηθούν, με στόχο τη μείωση, στον μέγιστο δυνατό βαθμό, των αρχικών προβλημάτων που ενδεχομένως θα προκύψουν όταν τα νέα δεδομένα τεθούν σε ισχύ.
Ανοικτό ζήτημα για τον νέο Δήμο, μεταξύ άλλων, παραμένει η στέγαση των υπηρεσιών του, κάτι που προκαλεί ιδιαίτερο προβληματισμό, αφού βρισκόμαστε λίγους μόλις μήνες πριν την υλοποίηση της μεταρρύθμισης και πρόκειται για έναν μεγάλο Δήμο που θα έχει κάτω από την ομπρέλα του πολλούς Δημότες. Όσον αφορά το θέμα των υπηρεσιών, ίσως οι εμπλεκόμενοι θα πρέπει να συζητήσουν το ενδεχόμενο ύπαρξης ορισμένων σταθμών υπηρεσιών στα διαμερίσματα του νέου Δήμου που θα έχει έδρα τη Λευκωσία, κάτι που θα επιλύσει εν μέρει και τις ανησυχίες για μη ύπαρξη αμεσότητας στην εξυπηρέτηση των δημοτών της κάθε περιοχής.
Η οικονομική διαχείριση του νέου Δήμου είναι ένα άλλο τεράστιο κεφάλαιο που χρήζει άμεσης διευθέτησης, αφού με τη συνένωση των τεσσάρων Δήμων συγχωνεύονται, μεταξύ άλλων, και τα χρέη. Από τους 4 Δήμους που συνενώνονται, ο μόνος Δήμος που δεν μεταφέρει χρέη είναι της Έγκωμης. Ως εκ τούτου, ο νέος Δήμος θα πρέπει να έχει μια οικονομική ασφάλεια και ρευστότητα, ιδιαίτερα κατά τους πρώτους μήνες λειτουργίας του, αφού θα είναι και ο Δήμος με το μεγαλύτερο μισθολόγιο και τα μεγαλύτερα χρέη.
Η οικονομική ευρωστία του νέου Δήμου λοιπόν, είναι κάτι που πρέπει να απασχολήσει τους τέσσερις Δήμους που μετά την 1η Ιουλίου του 2024 θα συγχωνευτούν και θα καλεστούν να αντιμετωπίσουν τα διάφορα προβλήματα που ενδεχομένως θα προκύψουν εάν δεν γίνει μια εκ των προτέρων διαχείριση των οικονομικών του ζητημάτων.
Μέσα σε όλα αυτά, πρέπει να ληφθεί στα σοβαρά υπόψη και η ανάγκη για ανανέωση των οχημάτων και των μηχανημάτων του νέου Δήμου, ο οποίος θα καλείται να εξυπηρετήσει μεγάλο αριθμό δημοτών, ενώ θα πρέπει να καλύψει τις ανάγκες μιας μεγάλης σε έκταση περιοχής.
Για να αντικατασταθεί ο «εξοπλισμός» που διαθέτουν στη «φαρέτρα» τους οι τέσσερις Δήμου που θα συνενωθούν από την 1η Ιουλίου θα χρειαστούν αρκετά εκατομμύρια ευρώ, γι’ αυτό και πρόκειται για ένα θέμα που θα πρέπει να απασχολήσει άμεσα όλες τις πλευρές, ώστε να εξευρεθούν οι πηγές για μπορέσει να υλοποιηθεί κάτι τέτοιο, αλλά και για καλύτερο συντονισμό, ώστε να εξυπηρετούνται σωστά οι δημότες.
Προβληματισμοί για το όλο εγχείρημα της μεταρρύθμισης
Τα ανοικτά ζητήματα ωστόσο, δεν ταλανίζουν μόνο τη δημιουργία του νέου Δήμου Λευκωσίας, αφού η μεταρρύθμιση στην ολότητα της μετρά αρκετές στρεβλώσεις και προβλήματα που χρήζουν άμεσης διόρθωσης.
Όπως είναι σε θέση να γνωρίζει η ιστοσελίδα της Αυτοδιοίκηση CY, ένα θέμα που ανησυχεί ιδιαίτερα όλους τους εμπλεκόμενους είναι το κατά πόσο η μεταρρύθμιση θα μπορέσει όντως να φέρει με την υλοποίηση της ποιοτικότερες και φθηνότερες υπηρεσίες, όπως ήταν ο βασικός στόχος. Με τα δεδομένα που ισχύουν σήμερα πρόκειται για ένα στοίχημα που κατά πάσα πιθανότητα δεν θα κερδηθεί, αφού σύμφωνα με τις αποφάσεις που έχουν ληφθεί μέχρι στιγμής, οι νέοι Δήμοι θα λαμβάνουν την ίδια κρατική χορηγία που λάμβαναν το 2011, πριν τα μνημόνια.
Από τότε όμως, τα έξοδα των Δήμων εκτοξεύθηκαν, αφού τόσο οι μισθοί, όσο και τα λειτουργικά και πολλά άλλα έξοδα που έχουν να καλύψουν, αυξήθηκαν κατακόρυφα μέσα στα χρόνια. Αν οι χορηγίες που θα δοθούν στους Δήμους μείνουν ως έχουν, η μάλλον μόνη διέξοδος, για να μπορέσουν οι Δήμοι να ανταπεξέλθουν οικονομικά, θα αφορά την αύξηση των τελών που καλούνται να πληρώσουν οι δημότες. Ως εκ τούτου, η Κυβέρνηση θα πρέπει να αναθεωρήσει το ποσό της χορηγίας που θα δίνεται στους νέους Δήμους από την 1η Ιουλίου ώστε το οικοδόμημα της μεταρρύθμισης να μη καταρρεύσει προτού καλά, καλά εδραιωθεί.
Όσον αφορά, την ποιοτικότερη εξυπηρέτηση των δημοτών, όπως φαίνεται μόνο ποιοτική δεν θα είναι, αφού, μάλλον, θα χρειαστεί αρκετός καιρός για να ομαλοποιηθούν τα πράγματα και να μπορέσουν τελικά οι νέοι Δήμοι να επιτελέσουν σωστό έργο προς τον κάθε πολίτη αυτού του τόπου ξεχωριστά.
Την ίδια ώρα, «πονοκέφαλο» προκαλεί και το Pay As You Through, ένα σύστημα το οποίο, με τις ευλογίες της Βουλής, αν εφαρμοστεί ως έχει, θα φέρει μεγάλη απώλεια εσόδων στους νέους Δήμους. Μάλιστα, σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές της Αυτοδιοίκησης, η Ένωση Δήμων έχει θέσει προ καιρού μια σειρά από προβλήματα που χρήζουν επίλυσης στο αρμόδιο Υπουργείο, χωρίς να έχει λάβει ακόμη οποιαδήποτε απάντηση για το ποια θα είναι τα επόμενα βήματα.
Πάντως, το μόνο σίγουρο είναι ότι οι Δήμοι δεν θα προχωρήσουν στην εφαρμογή ενός συστήματος που παρουσιάζει πολλά προβλήματα και χρήζει άμεσης επαναξιολόγησης, με το μπαλάκι για το συγκεκριμένο θέμα να βρίσκεται στο γήπεδο της Κυβέρνησης.
Την ίδια στιγμή, η Βουλή, πρέπει να ακούσει επί της ουσίας τα προβλήματα και να βοηθήσει στην όλη κατάσταση χωρίς εξωτερικές παρεμβολές και να δείξει εμπιστοσύνη στους αιρετούς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Σε γενικές γραμμές, τα κενά και τα ζητήματα που πρέπει να επιλυθούν πριν την υλοποίηση της μεταρρύθμισης της Τοπικής Αυτοδιοίκησης είναι πολλά.
Ακόμα και αν υπάρχει θέληση και όρεξη από τους εμπλεκόμενους για ομαλή μετάβαση στη νέα τάξη πραγμάτων, διαφαίνεται ότι η επιτάχυνση των διαδικασιών αποτελεί υψίστης σημασίας, γιατί η 1η Ιουλίου βρίσκεται προ των πυλών. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η φιλοσοφία της μεταρρύθμισης να παραμείνει αναλλοίωτη και με την εφαρμογή της να έρθει να δώσει λύσεις σε προβλήματα παλαιότερων εποχών… Ελπίζουμε λοιπόν, σε μια μεταρρύθμιση ανθρωποκεντρική, με την εφαρμογή της οποίας ο δημότης θα απολαμβάνει οφέλη και όχι επιπτώσεις μιας, τελικά, απορρύθμισης…