Είναι ένας άνθρωπος πράος και γαλήνιος. Μια γυναίκα επιτυχημένη , διπλωμάτης, μια εξαιρετική μαμά αλλά και σύζυγος. Στο πρόσωπο της εκτός από την επιτυχία της επαγγελματικής της πορείας, βλέπεις την οικογένεια, τον άνθρωπο.. Ανήκει στη «δεύτερη γενιά» Βαρωσιωτών. Στη γενιά που κατ´ εμέ, «ανήκει» σήμερα το Βαρώσι. Είναι η γενιά που θα πολεμήσει γι αυτό, καθώς πρώτα θα πρέπει να το γνωρίσει για να το διεκδικήσει, όπως σοφά τη δίδαξε ο πατέρας της..
Σήμερα, θα «περπατήσουμε» στο πολύπαθο Βαρώσι μέσα από τα μάτια και τη ψυχή, της κυρία Φιλίππας Καρσερά.
«Αγάπησα την κατεχόμενη πόλη μέσα από τις διηγήσεις και τον πόθο των γονιών και των παππούδων μου για επιστροφή», αφηγείται η κυρία Φιλίππα Καρσερά και συνεχίζει..
«Μεγάλωσα με την έγνοια του παππού μου του Χρίστου για το «πότε θα ανοίξει το Βαρώσι» και «πότε θα φτιάξουμε τα πράγματα μας να πάμε πίσω». Αυτοί οι άνθρωποι ποτέ δεν έχασαν την ελπίδα για επιστροφή και έφυγαν δυστυχώς με αυτό τον καημό. Υπήρξαν άξια πρότυπα για τα εγγόνια τους γιατί παρά τις δυσκολίες συνέχισαν τη ζωή τους, με αγώνα, στο μικρό σπίτι του συνοικισμού και κατάφεραν να ξανά σταθούν με αξιοπρέπεια, όρθιοι, βασισμένοι στις δικές τους μόνο δυνάμεις. Είναι φωτεινά παραδείγματα οι πρόσφυγες γονείς και παππούδες μας.
Μετά την μερική άρση των περιορισμών στη διακίνηση πέρασα με τους γονείς μου , το οδόφραγμα του Αγίου Δομετίου για να γνωρίσω και εγώ την Αμμόχωστο αλλά και να προσκυνήσω στον Απόστολο Ανδρέα και να περιηγηθώ στους τόπους που οι γονείς μου πήγαιναν μικροί. Ένιωθα ότι έπρεπε να καλύψω αυτό το κενό. O πατέρας μου λέει «πώς να διεκδικείς κάτι που δεν γνωρίζεις;» και έχει δίκαιο.
Επέστρεψα στο σπίτι μου στη Λευκωσία με ανάμεικτα συναισθήματα, μια χαρμολύπη θα έλεγα, χωρίς να μετανιώνω λεπτό, διότι γνώρισα επιτέλους τις ρίζες μου, είδα το σπίτι μας, θα μπορούσα πλέον και εγώ να έχω τις σωστές προσλαμβάνουσες για να μεταφέρω την αγάπη μου για την Αμμόχωστο στα δικά μου παιδιά. Έκτοτε επιστρέφω κάθε χρόνο ως προσκυνητής όμως προσμένω την πραγματική επιστροφή.
Από τότε μου είχε προκαλέσει βαθύτατη θλίψη η εικόνα της Αμμοχώστου. Από μακριά αγνάντεψα και την περίκλειστη περιοχή, το θέαμα , υπήρξε οδυνηρό. Γιατί τόσο δράμα, γιατί τόση καταστροφή και λεηλασία; Από μόνα τους όλα αυτά προϊδέαζαν, αποκάλυπταν ίσως τις αληθινές προθέσεις των παρανόμως κατεχόντων την πόλη μας που ποτέ δεν θέλησαν να την επιστρέψουν στους νόμιμους ιδιοκτήτες όσες εκκλήσεις, προτάσεις, προσπάθειες και αν έγιναν.
Σήμερα όλοι οι πρόσφυγες θρηνούν μπροστά στην εικόνα της λεηλατημένης πόλης. Παρόλα αυτά, ο πόνος πρέπει να μας πεισμώσει να εργασθούμε σκληρότερα, ο καθένας από τις επάλξεις του, για την ημέρα εκείνη του γυρισμού υπό συνθήκες σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όλων των Κυπρίων.
Όσο για το ποια ήταν η πιο δυνατή αφήγηση, της οικογενείας της που έχει βιώσει;
Η κυρία Φιλίππα Καρσερά εξομολογείται:
«Ο πατέρας μου έτρεξε να καταταγεί αμέσως μόλις έμαθε τα νέα της εισβολής. Το ίδιο πρωί της τουρκικής απόβασης. Ήταν έφεδρος καταδρομέας και εργαζόταν τότε στην Αμμόχωστο όπου είχε προηγουμένως νυμφευθεί την μητέρα μου. Αυτή είναι η πιο συγκλονιστική ιστορία δυνατής αφήγησης που αναδεικνύει το μεγαλείο της ανιδιοτελούς συνεισφοράς στην πατρίδα την ώρα που σε έχει ανάγκη, απλών ανθρώπων, που δεν προσδοκούν κάτι. Ο πατέρας μου κατατάγηκε ως έφεδρος από την πρώτη ημέρα και η μητέρα μου με ένα βρέφος στην αγκαλιά και μεσήλικες γονείς θα περνούσε μέρες, εβδομάδες, αγωνίας ώσπου να πάρει την απόφαση να αφήσει το σπίτι της και να ψάξει προστασία στη Λεμεσό. Και εκεί ξανά από την αρχή, ένας νέος αγώνας για μια αξιοπρεπή ζωή, έστω και στην προσφυγιά και χωρίς καθόλου βοήθεια».
Προσθέτει:
«Μεγάλωσα θαυμάζοντας τους ανθρώπους που παρόλο που είχαν ξεριζωθεί επεβίωσαν. Τους πρόσφυγες. Αναγνώριζα από μικρή ότι τα παιδιά των προσφύγων και ειδικά τα παιδιά των συνοικισμών δεν είχαν και δεν έχουν τις ίδιες ευκαιρίες και ο αγώνας για εκείνους ήταν άνισος. Για αυτό και η εκτίμηση μου είναι μεγάλη. Μεγάλωσα συμμετέχοντας σε πορείες και διαδηλώσεις χωρίς δογματισμούς, πιστεύω στην επανένωση, πιστεύω στη λύση του κυπριακού και πιστεύω στο κοινό μέλλον των ανθρώπων της Κύπρου ΕΚ και ΤΚ. Κάτι άλλο δεν θα μας δώσει πραγματική ειρήνη, ασφάλεια και προοπτική για ευημερία. Είμαι δεύτερης γενιάς πρόσφυγας από την Αμμόχωστο που ποθεί τον γυρισμό, εργάζομαι από τις δικές μου επάλξεις όπως μπορώ, και μόνο περηφάνια μπορεί να νιώθω για την καταγωγή μου. Αν ρωτήσεις τις κόρες μου και αυτές θα σου πουν ότι αγαπούν την Αμμόχωστο και θέλουν να επιστρέψουν.
«Υπάρχει άραγε κάποιο αντικείμενο που έχουν φέρει από εκείνη τη μέρα;
Η κυρία Καρσερά μου εξηγεί:
«Αν και ο πατέρας μου συνέστησε στη μητέρα μου να έχει στο αυτοκίνητο κάποια προσωπικά αντικείμενα, πολύτιμα δώρα από το γάμο τους και ενθύμια κυρίως, αυτή λόγω των πολλών προσωρινών μετακινήσεων των πρώτων ημερών του πολέμου αποφάσισε να τα αφήσει στο σπίτι εφόσον δεν πίστευε ότι θα αναγκαζόταν να το εγκαταλείψει μία μέρα ξαφνικά. Έτσι οι γονείς και οι παππούδες μετέφεραν παρά ελάχιστα στη Λεμεσό. Αυτό είναι συγκλονιστικό. Είναι σαν μια βίαιη αρπαγή, ένα ξερίζωμα, εφόσον δεν έχεις να δείξεις και να δώσεις στα παιδιά σου κάτι που να φανερώνει τις ρίζες σου, μια φωτογραφία, ένα λεύκωμα, ένα παλιό παλτό. Αυτό μας διαφοροποιούσε από τα παιδιά των μη προσφύγων στη Λεμεσό. Το θυμάμαι έντονα.
Ορισμένες φωτογραφίες του γάμου των γονιών μου ευτυχώς σώθηκαν από την ΤΚ κάτοικο του σπιτιού μας στον Άγιο Λουκά που τις κράτησε και τους τις έδωσε το 2003 όταν πρωτοεπισκέφθηκαν το σπίτι τους. Για τους γονείς μου αλλά και για μας ήταν εξαιρετικά σημαντικό.»