Και ενώ ο χρόνος κυλάει και βρισκόμαστε όλο και πιο κοντά στο καλοκαίρι του 2024, περίοδος κατά την οποία θα τεθεί σε ισχύ η μεταρρύθμιση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τα άλυτα θέματα που άπτονται του ζητήματος δημιουργούν ανησυχίες και προβληματισμούς.
Οι συζητήσεις για τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν, δίνουν και παίρνουν, όπως και οι συναντήσεις. Αν και υπάρχει κάποια κινητικότητα, είναι πολλά αυτά που πρέπει να τεθούν στο τραπέζι για συζήτηση και εξεύρεση λύσεων προτού εκπνεύσει το χρονοδιάγραμμα, κάτι που για κάποιους φαντάζει, σχεδόν, αδύνατο.
Η προσοχή των εμπλεκόμενων στρέφεται στα Επαρχιακά Συμβούλια, σε αυτά που θα κάνουν ουσιαστικά όλη τη δουλειά. Όπως πληροφορούμαστε το «καυτό» ζήτημα των Επαρχιακών Οργανισμών αφορά στη στελέχωση τους. Προσλήψεις φαίνεται ότι δεν θα γίνουν πριν την υλοποίηση της περιβόητης μεταρρύθμισης και αυτό είναι κάτι που ταλανίζει όλα τα εμπλεκόμενα μέρη, αφού εγείρονται σημαντικά ερωτήματα, τα οποία μέχρι στιγμής μένουν αναπάντητα.
Πότε λοιπόν, θα προσληφθεί το απαραίτητο προσωπικό; Πότε θα εκπαιδευτεί και πότε θα αναλάβει δράση; Και κυρίως τι θα απογίνουν οι αδειδοτήσεις την περίοδο αυτή της αδράνειας;
Λαμβάνοντας υπόψη ότι το καλοκαίρι του 2024 οι αδειοδοτήσεις θα αποτελούν αρμοδιότητα των Επαρχιακών Οργανισμών, οι οποίοι δεν θα έχουν προσωπικό, γίνεται αντιληπτό ότι τα προβλήματα που θα προκύψουν κατά την περίοδο της αδράνειας που θα μεσολαβήσει μέχρι την πρόσληψη και εκπαίδευση ατόμων, είναι πολλά.
Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι στον Περί Κοινοτήτων Νόμο αναφέρεται ξεκάθαρα πως οι υπάλληλοι των Κοινοτικών Συμβουλίων είναι υποχρεωμένοι να μεταφερθούν στα συμπλέγματα, κάτι το οποίο δεν συμβαίνει και με τον Περί Δήμων Νόμο. Οπόταν, τι γίνεται σε περίπτωση που οι υφιστάμενοι υπάλληλοι δεν αποδεχτούν τη μεταφορά τους στους Επαρχιακούς Οργανισμούς;
Το μόνο σίγουρο, προς το παρόν, είναι ότι είτε δεχτεί όλο το προσωπικό τη μεταφορά του, είτε όχι, προσλήψεις πρέπει να γίνουν, αφού οι Επαρχιακοί Οργανισμοί θα συγκεντρώνουν αρκετές αρμοδιότητες κάτω από την ομπρέλα τους και χρειάζεται μεγάλος αριθμός προσωπικού για να μπορέσουν να λειτουργήσουν ορθά και προς όφελος των πολιτών.
Με τη μεταφορά των πολεοδομικών και οικοδομικών αρμοδιοτήτων στους Επαρχιακούς Οργανισμούς διαφωνούν αρκετοί Δήμαρχοι, μεταξύ των οποίων και ο Δήμαρχος Ύψωνα, Παντελής Γεωργίου. Σε δηλώσεις του ανέφερε ότι το συγκεκριμένο εγχείρημα το μόνο που θα καταφέρει στο τέλος της ημέρας είναι την ταλαιπωρία των πολιτών.
Σύμφωνα με τον ίδιο, ο Επαρχιακός Οργανισμός Αυτοδιοίκησης θα είναι ένας οργανισμός που θα εργοδοτεί τους υπαλλήλους του ΣΥΛ, του ΣΑΛΑ, του ΣΕΔΑΛ και των πολεοδομικών αρχών. Ως εκ τούτου θα είναι ένας υδροκέφαλος οργανισμός, ο οποίος θα καταλήξει να είναι αρκετά δυσκίνητος, κάτι που θα έχει αντίκτυπο στην ασφάλεια των πολιτών και στην καλύτερη εξυπηρέτηση τους.
Προβληματισμός υπάρχει και για πρόταση η οποία αφορά στην ενδεχόμενη βοήθεια ιδιωτών σε περίπτωση που ο οργανισμός δεν στελεχωθεί επαρκώς. Εάν κάτι τέτοιο γίνει πράξη, εγείρονται πολλά ζητήματα, αφού όποιος έχει την οικονομική δυνατότητα, θα μπορεί να συνεργαστεί με μελετητή και να προχωρήσει πιο γρήγορα η αδειοδότηση του, κάτι που δεν θα μπορεί να κάνει κάποιος ο οποίος δεν έχει την οικονομική ευχέρεια να προχωρήσει σε τέτοιου είδους βήματα.
Στον «αέρα» φαίνεται να παραμένει και το ζήτημα της εκλογής του Προέδρου των Επαρχιακών Οργανισμών, αφού ορισμένοι αμφισβητούν το κατά πόσο πρέπει να τηρηθεί αυτό που έχει αποφασιστεί, δηλαδή αυτό το πρόσωπο να εκλέγεται. Ορισμένοι μάλιστα, ισχυρίζονται ότι την προεδρία αυτών των οργανισμών, πρέπει να αναλαμβάνει ο Δήμαρχος του μητροπολητικού δήμου.
Εντωμεταξύ, σύμφωνα με πληροφορίες της Αυτοδιοίκησης, το Υπουργείο Εσωτερικών λαμβάνει επιστολές για το θέμα της ένταξης των πολεοδομικών και οικοδομικών αρμοδιοτήτων στους Επαρχιακούς Οργανισμούς.
Μεταξύ άλλων, στις εν λόγω επιστολές, αναφέρεται ότι η μεταφορά των οικοδομικών και πολεοδομικών αδειών στον Επαρχιακό Οργανισμό θα αποδυναμώσει τους Δήμους και δεν θα εξυπηρετήσει τους πολίτες.
Υποστηρίζεται η άποψη ότι η ενδυνάμωση των δήμων και των επαρχιακών πολεοδομικών αρχών θα μπορούσε να λύσει το θέμα της γρήγορης αδειοδότησης, αφού συνήθως η καθυστέρηση οφείλεται στην αργή ανταπόκριση των άλλων υπηρεσιών (π.χ. ΑΤΗΚ, ΑΗΚ, Τμήματα Δημοσίου).
Το συγκεκριμένο ζήτημα εάν δεν επιλυθεί, ούτε στον επαρχιακό οργανισμό αυτοδιοίκησης θα υπάρχει γρήγορη αδειοδότηση αφού και τώρα στους μητροπολιτικούς δήμους πολεοδομική και οικοδομική άδεια εκδίδονται από την ίδια αρχή.
Μάλιστα, σε αυτές τις επιστολές εκφράζεται ο προβληματισμός σχετικά με τον έλεγχο των οικοδομών, αφού το νομικό πλαίσιο μεταρρύθμισης συγκεντρώνεται στον επαρχιακό οργανισμό.
Αίτημα των εμπλεκόμενων είναι να βελτιωθεί το σημερινό μοντέλο, το οποίο μπορεί άνετα και άμεσα να εξυπηρετήσει γρηγορότερα και αποτελεσματικότερα τις ανάγκες του δημότη και μεσοπρόθεσμα οι νέοι δήμοι να καταστούν και Πολεοδομικές Αρχές όπως ισχύει στους μητροπολιτικούς δήμους. Όσον αφορά τους πολύ μικρούς δήμους, αυτοί θα μπορούν να εξυπηρετηθούν από γειτονικούς ή μητροπολιτικούς δήμους που διαθέτουν πολεοδομική αρχή.
Το Υπουργείο Εσωτερικών, πρέπει να αναλάβει δράση και να βρει λύσεις για όλα αυτά τα ζητήματα που προκύπτουν, καθώς επίσης και να δώσει ιδιαίτερη έμφαση στις Κοινότητες και τα αιτήματα τους. Την ίδια ώρα, το αμέσως επόμενο διάστημα η προσοχή πρέπει να στραφεί στις τροπολογίες, οι οποίες πρέπει να αποφασιστούν προτού η Βουλή κλείσει για τις καλοκαιρινές διακοπές, αφού τα χρονοδιαγράμματα στενεύουν και δεν υπάρχει άλλο περιθώριο για καθυστερήσεις. Το Υπουργείο Εσωτερικών λοιπόν, οφείλει να ακούσει τους τοπικούς άρχοντες και τους εμπλεκόμενους με τις τοπικές αρχές, αφού αυτοί είναι που βιώνουν την αυτοδιοίκηση από πρώτο χέρι. Πρέπει να δοθεί χώρος και χρόνος σε αυτούς τους ανθρώπους να εκφράσουν τους προβληματισμούς και τις σκέψεις τους ώστε η επόμενη μέρα της μεταρρύθμισης να βρει τις τοπικές αρχές δυνατές και έτοιμες να εξυπηρετήσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον δημότη.