Από χρόνια ο κύριος Φαίδωνας έμενε μοναχός σε ένα μικρό σπιτάκι στο συνοικισμό. Πρόσφυγας από πολύτεκνη οικογένεια. Παντρεύτηκε μια γειτονοπούλα του και αυτή προσφυγούλα, και απέκτησαν δυο παιδιά που τους χάρισαν τέσσερα εγγόνια.
Κτίστης στο επάγγελμα κατάφερε να γίνει ένας μικρός εργολάβος, καθαρός, εξηγημένος, πάντα οι δουλειές του είχαν την υπογραφή της τιμιότητας. Δυο σπίτια έκτισε και στα δυο του παιδιά, σε δύο ξεχωριστά γειτονικά οικόπεδα. Τα έδωσε όλα, οικονομίες εκείνο το εφάπαξ για να τους κτίσει τα δυο σπίτια. «Στη μαύρη φτώχεια μεγάλωσα και στη προσφυγιά, προίκα δεν θέλω για τα παιδιά μου ούτε εγώ βρήκα, ότι έκανα το έκανα με τον ιδρώτα μου» είχε να λέει ο μάστρε Φαίδωνας.
Τα χρόνια πέρασαν, ζούσε ευτυχισμένος με τη πιστή του συντρόφισσα τη Μαρία. Τα τελευταία χρόνια προτιμούσε να κάνει την αναφορά της ζωής του από το ήσυχο λιμανάκι του σπιτιού του ή καλύτερα τη σιγουριά του σπιτιού του. Τα πράγματα όμως πήραν άλλη διάσταση όταν η αγαπημένη του σύντροφος μετά από σύντομη ασθένεια πέταξε στους ουρανούς και ο Φαίδωνας έμεινε μόνος στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού του στο προσφυγικό συνοικισμό. Από τότε το πρόσωπο του μαράθηκε και όλα τα εσκίαζε το μελαγχολικό του βλέμμα. Μέχρι που ζούσε η γυναίκα του παιδιά και νύφες έρχονταν στο σπίτι τους έστω και περαστά, με το αζημίωτο: Να πάρουν τα ζεστά κουλούρια και ψωμιά που έκανε στο φούρνο της αυλής του σπιτιού του η γιαγιά Μαρία, να πάρουν τα γλυκά που έφτιαχνε με τα μαστορικά της χέρια , τις μαρμελάδες τα χριστόψωμα τα…τα…
Τώρα μόνος και έρημος στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού του. Και αυτά τα γόνατα και τα δύο πόσο τον πονούσαν; Ούτε δυο βήματα να κάνει δεν μπορούσε. Πού καιρός που πηδούσε από σκαλωσιά σε σκαλωσιά, να βάλει στο μυστρί το πηλό, να κτίσει και να σουβατίσει, να κατέβει κάτω να ζυμώσει το πηλό…τώρα απέμεινε να κάνει περιπάτους στα χορταριασμένα υπόγεια του μυαλού του. Με αυτές τις σκέψεις και έχοντας πάντα αναμένο το κερί της μνήμης και της θύμησης περνούσε τις ώρες του ο Φαίδωνας κλεισμένος στους τέσσερις τοίχους του προσφυγικού του σπιτιού.
Και αυτά τα γόνατα δεν του επέτρεπαν να πάει μέχρι το καφενείο να βρει δυο φίλους να αναπολήσουν τα παλιά, να μάθει και κανένα νέο. Μόνο τηλεόραση, αυτή δεν έκλεινε, μόνο κανάλια άλλαζε κάθε τόσο. Ήταν και αυτή η παλιό αρρώστια βέβαια που εμφανίστηκε τελευταία ο κορονοϊός που όλοι φοβόντουσαν και πρόσεχαν. Ένα δυο φίλοι που ερχόντουσαν και έλεγαν καμιά κουβέντα, ξέκοψαν και αυτοί. Μόνο κανένα τηλέφωνο μέσα μέσα κτυπούσε για να χαλάσει τη μαύρη ησυχία που πλανιόταν στους τέσσερις τοίχους.
Σήμερα όμως την ησυχία την τάραξε και η καμπάνα του Αγίου Χαραλάμπους που έπαιζε. Κάθε Σάββατο και Κυριακή η καμπάνα όπως και άλλες μέρες αγίων, αλλά σήμερα λες και έπαιζε κάπως διαφορετικά, πιο χαρμόσυνα. Α, ναι πως το ξέχασε: Χριστός γεννάται δοξάσατε… Εν σπηλαίο τίκτει…
Αυθόρμητα σηκώθηκε και έκανε την σκέψη: Πω πώ πρέπει να φτιαχτώ θα έρθουν τα παιδιά να με πάρουν Χριστούγεννα είναι. Ω, να ετοιμάσω και κανένα φακελάκι, τί κανένα, τέσσερα, τέσσερα εγγόνια δεν έχω τέσσερα φακελάκια. Να ντυθώ να είμαι έτοιμος. Να ξυριστώ, ρε πως άφηκα έτσι τον εαυτό μου με καταζητούμενο μοιάζω».
Ωσάν και τα πόδια του δεν το πονούσαν μπήκε στο μπάνιο πήρε τον αφρό τον έστρωσε στις δυο παριές πήρε και το ξυραφάκι έβαλε και την ξεχασμένη κολόνια του ΑΤΤΙΚΑ. Α, τώρα να βάλω και ένα ρούχο της προκοπής. Ναι , ναι θα βάλω το κοστούμι μου. Πότε αλήθεια φόρεσα κοστούμι πότε έβαλε γραβάτα», ούτε που θυμόταν.
Δεν άργησε να βρεθεί μπροστά στο καθρέφτη έτοιμος για μια επίσημη έξοδο. Τι επίσημη στα παιδιά και στα εγγόνια του θα πήγαινε. Κοίταξε για καλά το πρόσωπο του. Είχε αλήθεια καιρό να βρεθεί μπροστά στον καθρέφτη… Δεν άφησε όμως τις μαύρες σκέψεις να του επηρεάσουν την διάθεση που μόλις τώρα ξεκινούσε τόσο.. αισιόδοξα!! Έτοιμος λοιπόν όπου νάνε θα τηλεφωνήσει κάποιο από τα δυο του παιδιά μπορεί και κάποιο εγγόνι του. Ω θεέ μου ξέχασα δεν ετοίμασα τα φακελάκια μου, τα δώρα των παιδιών… Να εδώ τα έχω τα φακελάκια σε πρώτη ζήτηση που λένε, να τα ετοιμάσω πριν έρθουν να είμαι έτοιμος.
Πήρε τον ένα φάκελο, έγραψε Ανδρέας… στο άλλο Γιώργος στο τρίτο Μέλανη και στο Τέταρτο Γεωργία.
Ούτε Φαίδωνας ούτε Μαρία….Δεν βαριέσαι αδελφέ καλά μωρά να είναι να έχουν υγεία…και αυτά είναι… τίποτα δεν είναι. Α, το αυτοκίνητο σταμάτησε έξω θα είναι ο Φάνος μου, όχι ο Χρίστος για να δω. Α δεν είναι ούτε ο ένας ούτε ο άλλος τα παιδιά των γειτόνων μου είναι. Θα έρθουν σε λίγο Χριστούγεννα είναι μέχρι να ετοιμαστούν, μπορεί αν πήγαν και εκκλησία, βρήκαν κάποιο φίλο τους και άρχισαν την κουβέντα και καθυστέρησαν, υπομονή θα έρθουν….Έγειρε στο καναπέ του και έκλεισε τα μάτια
Ένα κτύπημα στην πόρτα ξύπνησε το κύριο Φαίδωνα από τον ύπνο που τον είχε πάρει μεσημεριάτικα. Α, τα παιδιά ήρθαν τα παιδιά και εγώ κοιμάμαι που να πάρει…Δυσκολεύτηκε αλλά, σηκώθηκε, πήγε στη πόρτα όλος χαρά και την άνοιξε. Η κόρη της γειτόνισσας!!
-Κύριε Φαίδωνα, Καλά και ευλογημένα Χριστούγεννα, χρόνια πολλά, σας έφερα σούβλα, θα σας καλούσαμε να έρθετε μαζί μας αλλά είπαμε θα ερχόταν κάποιο παιδί σας…είναι και τα μέτρα που παίρνουν για την πανδημία και είμαστε πολλοί…
Ένας κόμπος δέθηκε στο λαιμό του κυρίου Φαίδωνα. Ίσα που πρόλαβε να πει «ευχαριστώ και χρόνιά πολλά κόρη μου». Ύστερα πήρε το πιάτο με προφύλαξη από τα χέρια της κοπέλας και το τοποθέτησε στο μικρό του τραπεζάκι. Η κοπέλα έφυγε και ο κύριος Φαίδωνας μόνος και πάλι κάθισε στο καναπέ. Έγειρε πίσω «ναι, είναι και αυτή η πανδημία, τα μέτρα πως να έρθουν τα παιδιά» ψιθύρισε.. Ύστερα έκλεισε τα μάτια χρειαζόταν να ξεκουραστεί, να φύγει, να βρει την αγαπημένη του Μαρία..!!