Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου αναφέρεται ευρέως στις σφαγές και τους εκτοπισμούς εναντίον των Ελληνικών πληθυσμών στην περιοχή του Πόντου, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν από το κίνημα των Νεότουρκων και των εθνικιστών του Κεμάλ κατά την περίοδο 1914-1923.
Το κύμα των διωγμών και της εξόντωσης των ελληνικών πληθυσμών του Πόντου διακρίνεται ιστορικά σε τρεις φάσεις: από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ως την κατάληψη της Τραπεζούντας από τον ρωσικό στρατό (1914-1916), η δεύτερη φάση τελειώνει με το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1916-1918) και η τρίτη και τελευταία φάση ολοκληρώνεται με την εφαρμογή του Συμφώνου για την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (1918-1923).
Η χρονιά του 1915 αποτέλεσε ορόσημο για τον ποντιακό ελληνισμό της Μικράς Ασίας, εφόσον τη συγκεκριμένη χρονιά οι Τούρκοι δημιούργησαν το σχέδιο εξόντωσης των χριστιανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας. Τον Ιούνιο του ιδίου έτους πραγματοποιήθηκε η εξορία και στη συνέχεια η σφαγή των Αρμενίων, ενώ αρχίσαν οι πρώτες βιαιοπραγίες εναντίον των Ποντίων.
Τον Δεκέμβριο του 1916 οι Τούρκοι εκπόνησαν ένα πιο συγκεκριμένο σχέδιο εξόντωσης του άμαχου ελληνικού πληθυσμού του Πόντου, το οποίο προέβλεπε την εξορία όλων των ανδρών από 18 ως 40 ετών και τη μεταφορά των γυναικόπαιδων στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Το σχέδιο εφαρμόστηκε κυρίως στις περιοχές της Σαμψούντας και της Πάφρας. Αντιδρώντας στην καταπίεση των Τούρκων, τις δολοφονίες, τις εξορίες και τις καταστροφές των χωριών τους, πολλοί Ελληνοπόντιοι, ανέβηκαν αντάρτες στα βουνά, ωστόσο, στην επαρχία Αμάσειας 72.375 από τους συνολικά 136,768 Ελληνοπόντιους, εξορίστηκαν, ενώ από αυτούς το 70% πέθαναν από κακουχίες.
Την ίδια στιγμή, οι διώξεις που υπέστησαν, οι Έλληνες του ανατολικού Πόντου και συγκεκριμένα στην περιοχή της Τραπεζούντας, ήταν λιγότερες καθώς από τον Απρίλιο του 1916 η περιοχή καταλήφθηκε από τον ρωσικό στρατό. Ύστερα από την συνθηκολόγηση της Ρωσίας και την απόσυρση του ρωσικού στρατού τον Φεβρουάριο του 1918, οι διώξεις εντάθηκαν με αποτέλεσμα ο μισός περίπου πληθυσμός της περιοχής να εγκαταλείψει τις εστίες του και να ακολουθήσει τον ρωσικό στρατό. Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου εξορίστηκαν συνολικά 235.000 Πόντιοι, ενώ 80.000 μετανάστευσαν στη Ρωσία.
Με την άφιξη του Κεμάλ Ατατούρκ, τον Μάιο του 1919 και την έξαρση του κινήματος του, η δράση κατά των χριστιανικών πληθυσμών εντάθηκε, καθώς ο Κεμάλ διέταξε τη διενέργεια μαζικών επιχειρήσεων κατά του τοπικού πληθυσμού.
Στο μεταξύ οι Έλληνες μαζί με τους Αρμένιους ζητούσαν από τον Ελευθέριο Βενιζέλο να συμπεριληφθούν στο Ελληνικό Κράτος, ωστόσο, οι εκκλήσεις τους δεν εισακουστήκαν, καθώς ο Βενιζέλος θεωρούσε ότι ο Πόντος ήταν πολύ απομακρυσμένος από τις υπόλοιπες ελληνικές περιοχές, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η υπεράσπιση του από τις τουρκικές επιδρομές. Αντ’ αυτού πρότεινε στους Πόντιους να δημιουργήσουν ομοσπονδία με τους Αρμένιους και έτσι τον Ιανουάριο του 1920 υπέγραψαν συμφωνία για τη δημιουργία Ποντοαρμενικού κράτους. Όμως τον Νοέμβριο του 1920 ο αρμενικός στρατός νικήθηκε στο Ερζερούμ από τον στρατό του Κεμάλ, με αποτέλεσμα οι Αρμένιοι να συνθηκολογήσουν και οι Πόντιοι να μείνουν τελικά μόνοι τους. Έκτοτε και μέχρι τον Αύγουστο του 1922 ο Κεμάλ προχώρησε ανενόχλητος στη σταδιακή εξόντωση του ποντιακού ελληνισμού.
Σε αυτό το πλαίσιο πραγματοποιήθηκαν οι σφαγές και οι εξορίες των Ελλήνων στη Σαμψούντα και σε 394 χωριά της περιοχής, τα οποία κατοικούνταν από ελληνικούς πληθυσμούς. Μεταξύ Φεβρουαρίου και Αυγούστου 1920 πυρπολήθηκε η Μπάφρα και εξοντώθηκαν 6.000 Έλληνες. Συνολικά από τους 25.000 Έλληνες που ζούσαν στις περιοχές της Μπάφρας και του Ααζάμ, το 90% δολοφονήθηκε, ενώ από τους υπόλοιπους, οι περισσότεροι εκτοπίστηκαν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Υπολογίζεται ότι στο διάστημα 1914-1922 εξοντώθηκαν περίπου 300.000 Έλληνες του Πόντου.
Το 1994 και κατόπιν εισήγησης του τότε Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, η Βουλή των Ελλήνων, αν και αργά, αναγνώρισε τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου και ψήφισε την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως «Ημέρας Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο».