Τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου του 1940 βρήκαν την Αθήνα να ξυπνά με σειρήνες πολέμου και όλους τους Έλληνες ενωμένους κατά της φασιστική Ιταλίας.
Το ιταλικό Πολεμικό Συμβούλιο, είχε αποφασίσει να επιτεθεί στην Ελλάδα από τις 15 Οκτωβρίου του 1940, παρουσία του Μουσολίνι και παρά τις αντιρρήσεις πολλών από τους παριστάμενους για την προχειρότητα με την οποία αντιμετωπίστηκε η επιχείρηση. Ως ημέρα επίθεσης ορίστηκε η 26η Οκτωβρίου, αλλά ο Μουσολίνι την μετακίνησε στις 28 Οκτωβρίου για να συμπέσει με την 18η επέτειο της Πορείας προς τη Ρώμη, που έφερε τους φασίστες στην εξουσία.
Στην Αθήνα έφθαναν άφθονες οι πληροφορίες για την επίθεση της Ιταλίας. Ο Μεταξάς ενημέρωσε τους Υπουργούς του για την κατάσταση και διαβεβαίωσε ότι η στρατιωτική άμυνα της χώρας ήταν ικανοποιητική. Το βράδυ της 27ης Οκτωβρίου το Ιταλικό Πρακτορείο Ειδήσεων εξαπέλυσε επίθεση κατά της Ελλάδας, με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων να απαντά κατάλληλα. Η ελληνική ηγεσία ήξερε ότι η ιταλική επίθεση ήταν πλέον θέμα ωρών.
Στις 3 τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου, ο πρεσβευτής της Ιταλίας στην Αθήνα, Γκράτσι, συναντήθηκε με τον Μεταξά, στον οποίο επέδωσε τελεσίγραφο με το οποίο ο Μουσολίνι απαιτούσε από την Ελλάδα να μην εμποδίσει το στρατό του να καταλάβει συγκεκριμένες στρατηγικές θέσεις στη χώρα. Μάλιστα, στην Κυβέρνηση των Αθηνών δόθηκε διορία τριών ωρών για να δώσει την απάντησή της. Παρόλα αυτά, ο Μεταξάς απάντησε αμέσως λέγοντας στον πρεσβευτή «Λοιπόν, Κύριέ μου έχουμε πόλεμο!». Με αυτή ακριβώς την φράση ειπώθηκε το μεγάλο ΌΧΙ του Μεταξά, ο οποίος ενημέρωσε αμέσως τον Άγγλο πρέσβη Πάλερετ και ζήτησε βοήθεια από το Ηνωμένο Βασίλειο.
Το ΟΧΙ του Μεταξά προκάλεσε ένα πρωτοφανή ενθουσιασμό στον ελληνικό λαό, ο οποίος ξυπνώντας από τις σειρήνες ξεχύθηκε στους δρόμους κρατώντας τη γαλανόλευκη σημαία. Ο στρατός ξεκίνησε για το μέτωπο με το χαμόγελα στα χείλη, ενώ η απόφαση της Ελλάδας να αντισταθεί προκάλεσε τον θαυμασμό της Μεγάλης Βρετανίας και των χωρών της Κοινοπολιτείας, οι οποίες απέστειλαν μηνύματα συμπαράστασης. Το μήνυμα του Βασιλιά της Αγγλίας Γεώργιου ΣΤ’, έγραφε: «Η υπόθεσίς σας είναι και ιδική μας υπόθεσις», ενώ ο Τσόρτσιλ, στο δικό του μήνυμα ανέφερε: «Θα σας παράσχομεν όλην την δυνατήν βοήθειαν μαχόμενοι εναντίον του κοινού εχθρού και θα μοιρασθώμεν την κοινήν νίκην». Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, που ήταν εκτός πολέμου εξέφρασε την λύπη του για το γεγονός, ενώ η Σοβιετική Ένωση παρέμεινε ουδέτερη καθώς δεσμευόταν από το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ – Μολότοφ.
Μετά την αρνητική απάντηση που έλαβαν, οι Ιταλοί δεν περίμεναν να τελειώσει η διορία του τελεσίγραφου και ο αρχιστράτηγος Βισκόντι Πράσκα έδωσε εντολή για προσβολή των ελληνικών θέσεων στις 5 το πρωί. Οι Ιταλοί εισέβαλαν με ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις στους τομείς της Πίνδου και της Ηπείρου, ενώ στην ΒΔ Μακεδονία σημειώθηκαν τοπικές συμπλοκές. Το ελληνικό ραδιόφωνο μετέδιδε διαρκώς το πρώτο ανακοινωθέν του Γενικού Στρατηγείου: «Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλουν από της 5:30 πρωινής σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους». Στις 9:30 το πρωί πραγματοποιήθηκαν οι πρώτοι αεροπορικοί βομβαρδισμοί στον Πειραιά και το Τατόι. Στην Πάτρα υπήρξαν αρκετοί νεκροί, ενώ η Διώρυγα της Κορίνθου και η ναυτική βάση της Πρέβεζας βομβαρδίστηκαν. Μέχρι το απόγευμα της ίδια μέρας, ο Μουσολίνι με καμάρι ανακοίνωνε στον Χίτλερ την επίθεση του κατά της Ελλάδας.